στυππέϊνος: Difference between revisions
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
(39) |
(39) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στυππέϊνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ στυππείου, Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΓ΄, 27)· ὁ Βατικαν. κῶδ. στυππύϊνος· - ὁ ὀρθότερος [[τύπος]] [[στύππινος]] εὕρηται παρὰ τῷ Κωμ. Ἀνων. 261, Διόδ. 1. 35, Α. Β. 33. ΙΙ. μεταφορ., ὅμοιον πρὸς [[στυππεῖον]], [[ἀσθενής]], [[ἀδύνατος]], Παροιμιογράφ. | |lstext='''στυππέϊνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ στυππείου, Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΓ΄, 27)· ὁ Βατικαν. κῶδ. στυππύϊνος· - ὁ ὀρθότερος [[τύπος]] [[στύππινος]] εὕρηται παρὰ τῷ Κωμ. Ἀνων. 261, Διόδ. 1. 35, Α. Β. 33. ΙΙ. μεταφορ., ὅμοιον πρὸς [[στυππεῖον]], [[ἀσθενής]], [[ἀδύνατος]], Παροιμιογράφ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ίνη, -ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[στύπινος]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ίνη, -ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[στύπινος]]. | |mltxt=-ίνη, -ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[στύπινος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον,
A of tow, PRev.Laws 103.2 (iii B.C.), condemned by Phryn.233; also στυππύϊνος, PMich.Zen.120.3 (iii B.C.); and στιππόϊνος, στιππύϊνος, στιπύϊνος (qq. v.); στύππινος, IG22.1414.26, 1527.34, PCair.Zen.755.6 (iii B.C.), Ph.Bel.102.15, D.S.1.35, cf. 11. II metaph., like tow, feeble, γέρων στύππινος Com.Adesp.855.
Greek (Liddell-Scott)
στυππέϊνος: -η, -ον, ὁ ἐκ στυππείου, Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΓ΄, 27)· ὁ Βατικαν. κῶδ. στυππύϊνος· - ὁ ὀρθότερος τύπος στύππινος εὕρηται παρὰ τῷ Κωμ. Ἀνων. 261, Διόδ. 1. 35, Α. Β. 33. ΙΙ. μεταφορ., ὅμοιον πρὸς στυππεῖον, ἀσθενής, ἀδύνατος, Παροιμιογράφ.
Greek Monolingual
-ίνη, -ον, Α
βλ. στύπινος.
Greek Monolingual
-ίνη, -ον, Α
βλ. στύπινος.