συγκατασκευάζω: Difference between revisions
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=aider à préparer, à établir, à se procurer, acc. ; [[τί]] τινι aider qqn à préparer qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατασκευάζω]]. | |btext=aider à préparer, à établir, à se procurer, acc. ; [[τί]] τινι aider qqn à préparer qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατασκευάζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[κατασκευάζω]]<br /><b>1.</b> [[συντελώ]] στη [[διευθέτηση]] ή στη [[διοργάνωση]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με πόλεμο) [[βοηθώ]] στη [[διεξαγωγή]] («[[οὗτος]] ἐστι ὁ συγκατασκευάσας καὶ πάντων εἷς ἀνὴρ τῶν μεγίστων [[αἴτιος]] κακῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[κατασκευάζω]]<br /><b>1.</b> [[συντελώ]] στη [[διευθέτηση]] ή στη [[διοργάνωση]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με πόλεμο) [[βοηθώ]] στη [[διεξαγωγή]] («[[οὗτος]] ἐστι ὁ συγκατασκευάσας καὶ πάντων εἷς ἀνὴρ τῶν μεγίστων [[αἴτιος]] κακῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]]. | |mltxt=Α [[κατασκευάζω]]<br /><b>1.</b> [[συντελώ]] στη [[διευθέτηση]] ή στη [[διοργάνωση]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με πόλεμο) [[βοηθώ]] στη [[διεξαγωγή]] («[[οὗτος]] ἐστι ὁ συγκατασκευάσας καὶ πάντων εἷς ἀνὴρ τῶν μεγίστων [[αἴτιος]] κακῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
English (LSJ)
A help in establishing or organizing, τὴν ἀρχήν Th.1.93, cf. X.Lac.8.3; πάνθ' ὁπόσα τὸν ἀνθρώπινον βίον σ. Pl.Plt. 274d, cf. Isoc.3.6, etc.; [δημιουργοὶ] τὸν βίον ἡμῖν σ. τέχναις Pl.Lg. 920e; τὸ ἐπιτήδειον X.Vect.4.38; σ. τὸν ἐν Ἀμφίσσῃ πόλεμον join in promoting it, D.18.143; πάντα σ. τινί assist him in promoting, Id.3.17: abs., Id.17.15:—Med., BCH55.43 (Odessus, i B.C.):—Pass., Phld Lib.p.25 O.; -αζόμενος στοχασμός, of mutually confirmatory or cumulative evidence, Hermog Stat.3, cf. Arg.D.19.14, Gal.8.566.
German (Pape)
[Seite 966] mit bereiten, einrichten, helfen; Thuc. 1, 93; Xen. Lac. 8, 3; πάνθ' ὁπόσα τὸν ἀνθρώπινον βίον συγκατεσκεύακεν, Plat. Polit. 274 d; Isocr. 3, 6; Dem. 3, 17; τινὶ δυναστείαν, Pol. 1, 83, 4; νίκην, 3, 111, 3.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατασκευάζω: συμπαρασκευάζω, συντελῶ πρὸς διευθέτησιν, τὴν ἀρχὴν Θουκ. 1. 93, πρβλ. Ξεν. Λακ. 8, 3· πάνθ’ ὁπόσα σ. τὸν ἀνθρώπινον βίον Πλάτ. Πολιτ. 274D, πρβλ. Ἰσοκρ. 27Ε, κτλ.· [δημιουργοὶ] τὸν βίον ἡμῖν σ. τέχναις Πλάτ. Νόμ. 920D· σ. τὸ ἐπιτήδειον Ξεν. Πόρ. 4, 38· σ. τὸν ἐν Ἀμφίσσῃ πόλεμον, βοηθῶ, συνεργῶ εἰς τὴν διεξαγωγὴν αὐτοῦ, Δημ. 275. 16· πάντα σ. τινί, βοηθῶ τινα εἰς τὴν ἐκτέλεσιν τῶν σχεδίων του, ὁ αὐτ. 33. 4· ἀπολ., ὁ αὐτ. 215, 27.
French (Bailly abrégé)
aider à préparer, à établir, à se procurer, acc. ; τί τινι aider qqn à préparer qch.
Étymologie: σύν, κατασκευάζω.
Greek Monolingual
Α κατασκευάζω
1. συντελώ στη διευθέτηση ή στη διοργάνωση
2. (σχετικά με πόλεμο) βοηθώ στη διεξαγωγή («οὗτος ἐστι ὁ συγκατασκευάσας καὶ πάντων εἷς ἀνὴρ τῶν μεγίστων αἴτιος κακῶν», Δημοσθ.)
3. βοηθώ κάποιον να κάνει κάτι.
Greek Monolingual
Α κατασκευάζω
1. συντελώ στη διευθέτηση ή στη διοργάνωση
2. (σχετικά με πόλεμο) βοηθώ στη διεξαγωγή («οὗτος ἐστι ὁ συγκατασκευάσας καὶ πάντων εἷς ἀνὴρ τῶν μεγίστων αἴτιος κακῶν», Δημοσθ.)
3. βοηθώ κάποιον να κάνει κάτι.