συγκλειστός: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, ός;<br />enfermé, enveloppé.<br />'''Étymologie:''' [[συγκλείω]].
|btext=ός, ός;<br />enfermé, enveloppé.<br />'''Étymologie:''' [[συγκλείω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκλείω]]<br /><b>1.</b> ο κλεισμένος [[μαζί]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τη [[δύναμη]] να περικλείει<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔργον]] συγκλειστόν» — [[σύγκλεισμα]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκλείω]]<br /><b>1.</b> ο κλεισμένος [[μαζί]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τη [[δύναμη]] να περικλείει<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔργον]] συγκλειστόν» — [[σύγκλεισμα]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκλείω]]<br /><b>1.</b> ο κλεισμένος [[μαζί]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τη [[δύναμη]] να περικλείει<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔργον]] συγκλειστόν» — [[σύγκλεισμα]].
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκλειστός Medium diacritics: συγκλειστός Low diacritics: συγκλειστός Capitals: ΣΥΓΚΛΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: synkleistós Transliteration B: synkleistos Transliteration C: sygkleistos Beta Code: sugkleisto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A shut up, ζόφῳ Luc.Trag.64.    2 with the power of closing, ὄστρακα Arist.HA 528b15.    3 ἔργον συγκλειστόν,= σύγκλεισμα, LXX 3 Ki.7.28.

German (Pape)

[Seite 968] verschlossen, verbunden, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

συγκλειστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., κατάκλειστος, συγκεκλεισμένος, ζόφῳ συγκλειστὸς ἡλίου δίχα Λουκ. Τραγῳδοποδάγρα 64. 2) ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ συγκλείεσθαι, ὄστρακα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 11. 3) παρὰ τοῖς Ἑβδ. Γ΄ Βασιλ. Ζ΄, 28) ἔργον συγκλειστὸν = σύγκλεισμα.

French (Bailly abrégé)

ός, ός;
enfermé, enveloppé.
Étymologie: συγκλείω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συγκλείω
1. ο κλεισμένος μαζί
2. αυτός που έχει τη δύναμη να περικλείει
3. φρ. «ἔργον συγκλειστόν» — σύγκλεισμα.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συγκλείω
1. ο κλεισμένος μαζί
2. αυτός που έχει τη δύναμη να περικλείει
3. φρ. «ἔργον συγκλειστόν» — σύγκλεισμα.