συγκαταλέχω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(39)
(39)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sugkatale/xw
|Beta Code=sugkatale/xw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">lay down with</b>, in aor. 1 Act., <b class="b3">συγκατέλεξε κόρῃ</b> Epigr. in <span class="title">Philol.</span>88.139 (Crete):—Med., <b class="b2">lie down with</b>, in non-thematic aor., συγκατέλεκτο ἡμῖν <span class="bibl">Luc.<span class="title">Charid.</span> 4</span>.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">lay down with</b>, in aor. 1 Act., <b class="b3">συγκατέλεξε κόρῃ</b> Epigr. in <span class="title">Philol.</span>88.139 (Crete):—Med., <b class="b2">lie down with</b>, in non-thematic aor., συγκατέλεκτο ἡμῖν <span class="bibl">Luc.<span class="title">Charid.</span> 4</span>.</span>
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κοιμάμαι]] με κάποιον<br /><b>2.</b> (το μέσ.) <i>συγκαταλέχομαι</i><br />[[ξαπλώνω]] [[μαζί]] με άλλον ή άλλους ή [[δίπλα]] σε άλλον ή άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταλέχομαι]] «[[είμαι]] ξαπλωμένος [[κάτω]], κατακλίνομαι»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κοιμάμαι]] με κάποιον<br /><b>2.</b> (το μέσ.) <i>συγκαταλέχομαι</i><br />[[ξαπλώνω]] [[μαζί]] με άλλον ή άλλους ή [[δίπλα]] σε άλλον ή άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταλέχομαι]] «[[είμαι]] ξαπλωμένος [[κάτω]], κατακλίνομαι»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κοιμάμαι]] με κάποιον<br /><b>2.</b> (το μέσ.) <i>συγκαταλέχομαι</i><br />[[ξαπλώνω]] [[μαζί]] με άλλον ή άλλους ή [[δίπλα]] σε άλλον ή άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταλέχομαι]] «[[είμαι]] ξαπλωμένος [[κάτω]], κατακλίνομαι»].
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταλέχω Medium diacritics: συγκαταλέχω Low diacritics: συγκαταλέχω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΛΕΧΩ
Transliteration A: synkataléchō Transliteration B: synkatalechō Transliteration C: sygkatalecho Beta Code: sugkatale/xw

English (LSJ)

   A lay down with, in aor. 1 Act., συγκατέλεξε κόρῃ Epigr. in Philol.88.139 (Crete):—Med., lie down with, in non-thematic aor., συγκατέλεκτο ἡμῖν Luc.Charid. 4.

Greek Monolingual

Α
1. κοιμάμαι με κάποιον
2. (το μέσ.) συγκαταλέχομαι
ξαπλώνω μαζί με άλλον ή άλλους ή δίπλα σε άλλον ή άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταλέχομαι «είμαι ξαπλωμένος κάτω, κατακλίνομαι»].

Greek Monolingual

Α
1. κοιμάμαι με κάποιον
2. (το μέσ.) συγκαταλέχομαι
ξαπλώνω μαζί με άλλον ή άλλους ή δίπλα σε άλλον ή άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταλέχομαι «είμαι ξαπλωμένος κάτω, κατακλίνομαι»].