συλλανθάνω: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συλλανθάνω''': [[διαλανθάνω]], [[διαφεύγω]] συγχρόνως, «συλλαθεῖν ἐπειρᾶτο (ὁ [[Ζεὺς]] δηλ.) τὴν Ἥραν καὶ τὸν ἔλεγχον» Γεωπ. 11, 22, 1. | |lstext='''συλλανθάνω''': [[διαλανθάνω]], [[διαφεύγω]] συγχρόνως, «συλλαθεῖν ἐπειρᾶτο (ὁ [[Ζεὺς]] δηλ.) τὴν Ἥραν καὶ τὸν ἔλεγχον» Γεωπ. 11, 22, 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ [[λανθάνω]]<br />[[διαφεύγω]] από την [[προσοχή]] κάποιου [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ [[λανθάνω]]<br />[[διαφεύγω]] από την [[προσοχή]] κάποιου [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον. | |mltxt=ΜΑ [[λανθάνω]]<br />[[διαφεύγω]] από την [[προσοχή]] κάποιου [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
English (LSJ)
A escape at the same time, τὴν Ἥραν καὶ τὸν ἔλεγχον Gp.11.22.1, cf. Afric.Cest.p.23 V.
German (Pape)
[Seite 975] (s. λανθάνω), mit oder zusammen verborgen sein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συλλανθάνω: διαλανθάνω, διαφεύγω συγχρόνως, «συλλαθεῖν ἐπειρᾶτο (ὁ Ζεὺς δηλ.) τὴν Ἥραν καὶ τὸν ἔλεγχον» Γεωπ. 11, 22, 1.
Greek Monolingual
ΜΑ λανθάνω
διαφεύγω από την προσοχή κάποιου μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
Greek Monolingual
ΜΑ λανθάνω
διαφεύγω από την προσοχή κάποιου μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.