συμβίωση: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[συμβίωσις]], -ώσεως, ΝΜΑ [[συμβιῶ</i>, -<i>ώνω]]<br />το να ζει [[κάποιος]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], η [[κοινή]] [[διαμονή]] στον ίδιο χώρο (α. «η [[συμβίωση]] με την [[οικογένεια]] αυτή ήταν αδύνατη» β. «περὶ γυναικὸς συμβιώσεως», Αντίπ. Ταρσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> το [[σύνολο]] τών τρόπων κοινής διαβίωσης ατόμων δύο διαφορετικών ειδών το οποίο περιλαμβάνει την [[αλληλοβοήθεια]], την κοινοβίωση και τον παρασιτισμό<br /><b>2.</b> (οικ. δίκ.) [[δέσμη]] υποχρεώσεων που αφορούν την αμοιβαία [[συνδρομή]] και συναντίληψη τών συζύγων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λέσχη]], [[εταιρεία]]<br /><b>2.</b> [[σύζυγος]]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[συμβίωσις]], -ώσεως, ΝΜΑ [[συμβιῶ</i>, -<i>ώνω]]<br />το να ζει [[κάποιος]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], η [[κοινή]] [[διαμονή]] στον ίδιο χώρο (α. «η [[συμβίωση]] με την [[οικογένεια]] αυτή ήταν αδύνατη» β. «περὶ γυναικὸς συμβιώσεως», Αντίπ. Ταρσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> το [[σύνολο]] τών τρόπων κοινής διαβίωσης ατόμων δύο διαφορετικών ειδών το οποίο περιλαμβάνει την [[αλληλοβοήθεια]], την κοινοβίωση και τον παρασιτισμό<br /><b>2.</b> (οικ. δίκ.) [[δέσμη]] υποχρεώσεων που αφορούν την αμοιβαία [[συνδρομή]] και συναντίληψη τών συζύγων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λέσχη]], [[εταιρεία]]<br /><b>2.</b> [[σύζυγος]]. | |mltxt=η / [[συμβίωσις]], -ώσεως, ΝΜΑ [[συμβιῶ</i>, -<i>ώνω]]<br />το να ζει [[κάποιος]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], η [[κοινή]] [[διαμονή]] στον ίδιο χώρο (α. «η [[συμβίωση]] με την [[οικογένεια]] αυτή ήταν αδύνατη» β. «περὶ γυναικὸς συμβιώσεως», Αντίπ. Ταρσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> το [[σύνολο]] τών τρόπων κοινής διαβίωσης ατόμων δύο διαφορετικών ειδών το οποίο περιλαμβάνει την [[αλληλοβοήθεια]], την κοινοβίωση και τον παρασιτισμό<br /><b>2.</b> (οικ. δίκ.) [[δέσμη]] υποχρεώσεων που αφορούν την αμοιβαία [[συνδρομή]] και συναντίληψη τών συζύγων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λέσχη]], [[εταιρεία]]<br /><b>2.</b> [[σύζυγος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
Greek Monolingual
η / συμβίωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[συμβιῶ, -ώνω]]
το να ζει κάποιος μαζί με κάποιον άλλο, η κοινή διαμονή στον ίδιο χώρο (α. «η συμβίωση με την οικογένεια αυτή ήταν αδύνατη» β. «περὶ γυναικὸς συμβιώσεως», Αντίπ. Ταρσ.)
νεοελλ.
1. βιολ. το σύνολο τών τρόπων κοινής διαβίωσης ατόμων δύο διαφορετικών ειδών το οποίο περιλαμβάνει την αλληλοβοήθεια, την κοινοβίωση και τον παρασιτισμό
2. (οικ. δίκ.) δέσμη υποχρεώσεων που αφορούν την αμοιβαία συνδρομή και συναντίληψη τών συζύγων
αρχ.
1. λέσχη, εταιρεία
2. σύζυγος.
Greek Monolingual
η / συμβίωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[συμβιῶ, -ώνω]]
το να ζει κάποιος μαζί με κάποιον άλλο, η κοινή διαμονή στον ίδιο χώρο (α. «η συμβίωση με την οικογένεια αυτή ήταν αδύνατη» β. «περὶ γυναικὸς συμβιώσεως», Αντίπ. Ταρσ.)
νεοελλ.
1. βιολ. το σύνολο τών τρόπων κοινής διαβίωσης ατόμων δύο διαφορετικών ειδών το οποίο περιλαμβάνει την αλληλοβοήθεια, την κοινοβίωση και τον παρασιτισμό
2. (οικ. δίκ.) δέσμη υποχρεώσεων που αφορούν την αμοιβαία συνδρομή και συναντίληψη τών συζύγων
αρχ.
1. λέσχη, εταιρεία
2. σύζυγος.