σύμβλημα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύμβλημα''': τό, [[ἕνωσις]], [[συναφή]], [[ῥαφή]], Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΜΑ΄, 7).
|lstext='''σύμβλημα''': τό, [[ἕνωσις]], [[συναφή]], [[ῥαφή]], Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΜΑ΄, 7).
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[συμβάλλω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> καθένα από τα κομμάτια ενός συνόλου, όπως λ.χ. του ιστού του πλοίου<br /><b>2.</b> ο [[σύνδεσμος]] που ενώνει τα κομμάτια αυτά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ένωση]], [[ραφή]]<br /><b>2.</b> [[γυμναστικός]] [[αγώνας]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[συμβάλλω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> καθένα από τα κομμάτια ενός συνόλου, όπως λ.χ. του ιστού του πλοίου<br /><b>2.</b> ο [[σύνδεσμος]] που ενώνει τα κομμάτια αυτά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ένωση]], [[ραφή]]<br /><b>2.</b> [[γυμναστικός]] [[αγώνας]].
|mltxt=το, ΝΑ [[συμβάλλω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> καθένα από τα κομμάτια ενός συνόλου, όπως λ.χ. του ιστού του πλοίου<br /><b>2.</b> ο [[σύνδεσμος]] που ενώνει τα κομμάτια αυτά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ένωση]], [[ραφή]]<br /><b>2.</b> [[γυμναστικός]] [[αγώνας]].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμβλημα Medium diacritics: σύμβλημα Low diacritics: σύμβλημα Capitals: ΣΥΜΒΛΗΜΑ
Transliteration A: sýmblēma Transliteration B: symblēma Transliteration C: symvlima Beta Code: su/mblhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A joint, seam, LXX Is.41.7.    II assault-at-arms, gymnastic contest, POxy.42.2 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 978] τό, Verbindung, Fuge, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σύμβλημα: τό, ἕνωσις, συναφή, ῥαφή, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΜΑ΄, 7).

Greek Monolingual

το, ΝΑ συμβάλλω
νεοελλ.
1. καθένα από τα κομμάτια ενός συνόλου, όπως λ.χ. του ιστού του πλοίου
2. ο σύνδεσμος που ενώνει τα κομμάτια αυτά
αρχ.
1. ένωση, ραφή
2. γυμναστικός αγώνας.

Greek Monolingual

το, ΝΑ συμβάλλω
νεοελλ.
1. καθένα από τα κομμάτια ενός συνόλου, όπως λ.χ. του ιστού του πλοίου
2. ο σύνδεσμος που ενώνει τα κομμάτια αυτά
αρχ.
1. ένωση, ραφή
2. γυμναστικός αγώνας.