συμπέτομαι: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=voler ensemble <i>ou</i> avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πέτομαι]]. | |btext=voler ensemble <i>ou</i> avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πέτομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[πέτομαι]]<br />[[πετώ]] [[μαζί]] με άλλον («καὶ συμπέτονται τὴν ἐναέριον ἐκείνην μεῑξιν τῇ πτήσει μὴ διαφθείρουσαι», <b>Λουκιαν.</b>). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[πέτομαι]]<br />[[πετώ]] [[μαζί]] με άλλον («καὶ συμπέτονται τὴν ἐναέριον ἐκείνην μεῑξιν τῇ πτήσει μὴ διαφθείρουσαι», <b>Λουκιαν.</b>). | |mltxt=Α [[πέτομαι]]<br />[[πετώ]] [[μαζί]] με άλλον («καὶ συμπέτονται τὴν ἐναέριον ἐκείνην μεῑξιν τῇ πτήσει μὴ διαφθείρουσαι», <b>Λουκιαν.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
English (LSJ)
A fly with or together, Luc.Musc.Enc.6, Ael.NA2.48; νεβροῖς Philostr.Im.2.2.
German (Pape)
[Seite 987] (s. πέτομαι), dep. med., mit, zugleich, zusammen fliegen, Luc. musc. enc. 6.
Greek (Liddell-Scott)
συμπέτομαι: ἀποθ., πέτομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 6, Αἰλ. π. Ζ. 2. 48, Φιλοστρ. Εἰκόνες σ. 812 ἐν τέλει.
French (Bailly abrégé)
voler ensemble ou avec.
Étymologie: σύν, πέτομαι.
Greek Monolingual
Α πέτομαι
πετώ μαζί με άλλον («καὶ συμπέτονται τὴν ἐναέριον ἐκείνην μεῑξιν τῇ πτήσει μὴ διαφθείρουσαι», Λουκιαν.).
Greek Monolingual
Α πέτομαι
πετώ μαζί με άλλον («καὶ συμπέτονται τὴν ἐναέριον ἐκείνην μεῑξιν τῇ πτήσει μὴ διαφθείρουσαι», Λουκιαν.).