συμπιεστής: Difference between revisions
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=ο, Ν<br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> [[διάταξη]] που περιλαμβάνεται στο [[σύστημα]] ψύξης της καρδιάς ενός πυρηνικού αντιδραστήρα πεπιεσμένου νερού και της οποίας ο [[ρόλος]] [[είναι]] να διατηρεί το [[κύκλωμα]] υπό [[πίεση]] πρακτικά σταθερή<br /><b>2.</b> <b>τεχνολ.</b> [[μηχάνημα]] που αυξάνει την [[πίεση]] ενός αερίου μειώνοντας τον όγκο που του προσφέρεται, αλλ. [[συμπιεστήρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμπιέζω]]. Η λ. αποτελεί [[απόδοση]] του γαλλ. <i>pressuriseur</i>]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, Ν<br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> [[διάταξη]] που περιλαμβάνεται στο [[σύστημα]] ψύξης της καρδιάς ενός πυρηνικού αντιδραστήρα πεπιεσμένου νερού και της οποίας ο [[ρόλος]] [[είναι]] να διατηρεί το [[κύκλωμα]] υπό [[πίεση]] πρακτικά σταθερή<br /><b>2.</b> <b>τεχνολ.</b> [[μηχάνημα]] που αυξάνει την [[πίεση]] ενός αερίου μειώνοντας τον όγκο που του προσφέρεται, αλλ. [[συμπιεστήρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμπιέζω]]. Η λ. αποτελεί [[απόδοση]] του γαλλ. <i>pressuriseur</i>]. | |mltxt=ο, Ν<br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> [[διάταξη]] που περιλαμβάνεται στο [[σύστημα]] ψύξης της καρδιάς ενός πυρηνικού αντιδραστήρα πεπιεσμένου νερού και της οποίας ο [[ρόλος]] [[είναι]] να διατηρεί το [[κύκλωμα]] υπό [[πίεση]] πρακτικά σταθερή<br /><b>2.</b> <b>τεχνολ.</b> [[μηχάνημα]] που αυξάνει την [[πίεση]] ενός αερίου μειώνοντας τον όγκο που του προσφέρεται, αλλ. [[συμπιεστήρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμπιέζω]]. Η λ. αποτελεί [[απόδοση]] του γαλλ. <i>pressuriseur</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο, Ν
1. φυσ. διάταξη που περιλαμβάνεται στο σύστημα ψύξης της καρδιάς ενός πυρηνικού αντιδραστήρα πεπιεσμένου νερού και της οποίας ο ρόλος είναι να διατηρεί το κύκλωμα υπό πίεση πρακτικά σταθερή
2. τεχνολ. μηχάνημα που αυξάνει την πίεση ενός αερίου μειώνοντας τον όγκο που του προσφέρεται, αλλ. συμπιεστήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπιέζω. Η λ. αποτελεί απόδοση του γαλλ. pressuriseur].
Greek Monolingual
ο, Ν
1. φυσ. διάταξη που περιλαμβάνεται στο σύστημα ψύξης της καρδιάς ενός πυρηνικού αντιδραστήρα πεπιεσμένου νερού και της οποίας ο ρόλος είναι να διατηρεί το κύκλωμα υπό πίεση πρακτικά σταθερή
2. τεχνολ. μηχάνημα που αυξάνει την πίεση ενός αερίου μειώνοντας τον όγκο που του προσφέρεται, αλλ. συμπιεστήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπιέζω. Η λ. αποτελεί απόδοση του γαλλ. pressuriseur].