Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνάσκησις: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνάσκησις''': ἡ, ἡ ἀπὸ κοινοῦ, ἡνωμένη ἄσκησις, συνεχὴς ἄσκησις, Διον. Ἁλ. 2. 74, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 146, κτλ.
|lstext='''συνάσκησις''': ἡ, ἡ ἀπὸ κοινοῦ, ἡνωμένη ἄσκησις, συνεχὴς ἄσκησις, Διον. Ἁλ. 2. 74, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 146, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ήσεως, ἡ, ΜΑ [[συνασκῶ]]<br /><b>1.</b> στρατιωτική [[άσκηση]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> [[άσκηση]] στον μοναστικό βίο πολλών μοναχών [[μαζί]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άσκηση]] [[συνεχής]] και έντονη («ἔκ τινος συνασκήσεως καὶ τριβῆς», Σέξτ. Εμπ.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ήσεως, ἡ, ΜΑ [[συνασκῶ]]<br /><b>1.</b> στρατιωτική [[άσκηση]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> [[άσκηση]] στον μοναστικό βίο πολλών μοναχών [[μαζί]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άσκηση]] [[συνεχής]] και έντονη («ἔκ τινος συνασκήσεως καὶ τριβῆς», Σέξτ. Εμπ.).
|mltxt=-ήσεως, ἡ, ΜΑ [[συνασκῶ]]<br /><b>1.</b> στρατιωτική [[άσκηση]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> [[άσκηση]] στον μοναστικό βίο πολλών μοναχών [[μαζί]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άσκηση]] [[συνεχής]] και έντονη («ἔκ τινος συνασκήσεως καὶ τριβῆς», Σέξτ. Εμπ.).
}}
}}

Revision as of 12:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάσκησις Medium diacritics: συνάσκησις Low diacritics: συνάσκησις Capitals: ΣΥΝΑΣΚΗΣΙΣ
Transliteration A: synáskēsis Transliteration B: synaskēsis Transliteration C: synaskisis Beta Code: suna/skhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A training, opp. φύσις, Phld.Rh.1.1, cf. D.H.2.74, S.E.M.7.146, 11.248; military training, Ael.Tact.3.1; σ. ὅπλων Lyd.Mag.3.33.

German (Pape)

[Seite 1005] ἡ, gemeinschaftliche Uebung; Clem. Al.; S. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

συνάσκησις: ἡ, ἡ ἀπὸ κοινοῦ, ἡνωμένη ἄσκησις, συνεχὴς ἄσκησις, Διον. Ἁλ. 2. 74, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 146, κτλ.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, ΜΑ συνασκῶ
1. στρατιωτική άσκηση
2. εκκλ. άσκηση στον μοναστικό βίο πολλών μοναχών μαζί
αρχ.
άσκηση συνεχής και έντονη («ἔκ τινος συνασκήσεως καὶ τριβῆς», Σέξτ. Εμπ.).

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, ΜΑ συνασκῶ
1. στρατιωτική άσκηση
2. εκκλ. άσκηση στον μοναστικό βίο πολλών μοναχών μαζί
αρχ.
άσκηση συνεχής και έντονη («ἔκ τινος συνασκήσεως καὶ τριβῆς», Σέξτ. Εμπ.).