τρύος: Difference between revisions
From LSJ
δέξαι μ' ἐς τὸ σὸν τόδε στέγος → receive me into the urn containing his ashes, receive me into this mansion of yours
(6_21) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρύος''': τό, ([[τρύω]]) = [[πόνος]], [[κόπος]], [[μόχθος]], [[ἀνώνυμος]] Ποιητὴς παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ 94. 42. | |lstext='''τρύος''': τό, ([[τρύω]]) = [[πόνος]], [[κόπος]], [[μόχθος]], [[ἀνώνυμος]] Ποιητὴς παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ 94. 42. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εος και -ους, τὸ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) [[κόπος]], [[ταλαιπωρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιος τ., παρ. του ρ. [[τρύω]], ο [[οποίος]] διατηρεί τη σημ. «[[βασανίζω]], [[ενοχλώ]]» του ρήματος]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:41, 29 September 2017
English (LSJ)
εος, τό, (τρύω)
A = πόνος, distress, toil, labour, Call. ap. Et.Gen. ( = Powell Coll.Alex.p.96).
German (Pape)
[Seite 1156] τό, = πόνος, Drangsal, Mühsal, Arbeit, Anon. im E. M. 94, 42.
Greek (Liddell-Scott)
τρύος: τό, (τρύω) = πόνος, κόπος, μόχθος, ἀνώνυμος Ποιητὴς παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ 94. 42.
Greek Monolingual
-εος και -ους, τὸ, Α
(ποιητ. τ.) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) κόπος, ταλαιπωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος τ., παρ. του ρ. τρύω, ο οποίος διατηρεί τη σημ. «βασανίζω, ενοχλώ» του ρήματος].