τορνευτολυρασπιδοπηγός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />fabricant-de-boucliers-tournelyre.<br />'''Étymologie:''' [[τορνευτής]], [[λύρα]], [[ἀσπίς]], [[πήγνυμι]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />fabricant-de-boucliers-tournelyre.<br />'''Étymologie:''' [[τορνευτής]], [[λύρα]], [[ἀσπίς]], [[πήγνυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>κωμ. λ.</b>) (στον <b>Αριστοφ.</b>) αυτός που τορνεύει λύρες και κατασκευάζει ασπίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τορνευτής]] <span style="color: red;">+</span> [[λύρα]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀσπίς]], -[[ίδος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πηγός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] «[[μπήγω]], [[στερεώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ναυ</i>-[[πηγός]].
}}
}}

Revision as of 12:41, 29 September 2017

English (LSJ)

ὁ,

   A lyre-turner and shield-maker, Com. word in Ar.Av.491 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1130] ὁ, der Lyren drechselt und Schilder verfertigt, komisches Wort bei Ar. Av. 491; die alte v. l. τορνευτασπιδολυροπηγός ist gegen den Vers.

Greek (Liddell-Scott)

τορνευτολῠρασπῐδοπηγός: ὁ, ὁ τορνεύων λύρας καὶ κατασκευάζων ἀσπίδας, κωμικὴ λέξις παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 491.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant-de-boucliers-tournelyre.
Étymologie: τορνευτής, λύρα, ἀσπίς, πήγνυμι.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κωμ. λ.) (στον Αριστοφ.) αυτός που τορνεύει λύρες και κατασκευάζει ασπίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τορνευτής + λύρα + ἀσπίς, -ίδος + -πηγός (< πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»), πρβλ. ναυ-πηγός.