υφέν: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(44)
(No difference)

Revision as of 12:43, 29 September 2017

Greek Monolingual

ὑφέν, ΝΜΑ, και μτγν. τ. ὑφ' ἕν Α
επίρρ. (με θηλ. άρθρ. ως ουσ.) η υφέν
(αρχ. γραμμ.) το σημείο σύνδεσης που ετίθετο κάτω από τον τελευταίο φθόγγο μιας λέξης προκειμένου να τον συνδέσει με τον αρχικό της επόμενης και να δηλώσει ότι πρόκειται για μια σύνθετη λέξη και όχι για δύο αυτοτελείς λέξεις, λ.χ. Ελλήσποντος και όχι Έλλης πόντος, Διόσκουροι και όχι Διός κούροι
νεοελλ.
γραμμ. (με θηλ. άρθρ. και ως ουσ.) σημείο που τίθεται κάτω από δύο φωνήεντα ή διφθόγγους προκειμένου να δηλώσει τη συνεκφώνησή τους, λ.χ. νιός, Παναγιά, γιατί κ.ά.
μσν.
μουσ.
1. σημείο που δήλωνε τη συνεκφώνηση δύο φθόγγων
2. σημείο που δήλωνε τη σύνδεση δύο χαρακτήρων σε μία χρονική αξία
αρχ.
(ως επίρρ.) μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφ' ἕν < ὑπό + ἕν].