φώρτατος: Difference between revisions

From LSJ

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source
(6_22)
(45)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φώρτατος''': ὑπερθ. τοῦ φώρ, ὃ ἴδε.
|lstext='''φώρτατος''': ὑπερθ. τοῦ φώρ, ὃ ἴδε.
}}
{{grml
|mltxt=-άτη, -ον, Α<br />αυτός που κλέβει [[συχνά]], [[κλέφταρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φώρ</i>, <i>φωρός</i> «[[κλέφτης]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τατος</i> του υπερθετικού βαθμού].
}}
}}

Revision as of 12:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φώρτατος Medium diacritics: φώρτατος Low diacritics: φώρτατος Capitals: ΦΩΡΤΑΤΟΣ
Transliteration A: phṓrtatos Transliteration B: phōrtatos Transliteration C: fortatos Beta Code: fw/rtatos

English (LSJ)

Sup. of φώρ (q. v.).

Greek (Liddell-Scott)

φώρτατος: ὑπερθ. τοῦ φώρ, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-άτη, -ον, Α
αυτός που κλέβει συχνά, κλέφταρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φώρ, φωρός «κλέφτης» + κατάλ. -τατος του υπερθετικού βαθμού].