μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
(40) |
(No difference)
|
ο, θηλ. ταξιθέτρια και ταξιθέτρα Ν
1. αυτός που ταξινομεί κάτι
2. υπάλληλος που οδηγεί τους θεατές στις θέσεις τους σε δημόσιο θέαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάξη / τάξις + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. στοιχειο-θέτης.