τύρσις: Difference between revisions
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
(SL_2) |
(42) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[τύρσις]] <br /> <b>1</b> [[tower]] ἔτειλαν Διὸς ὁδὸν παρὰ Κρόνου τύρσιν· [[ἔνθα]] μακάρων νᾶσον ὠκεανίδες αὖραι περιπνέοισιν (O. 2.70) | |sltr=[[τύρσις]] <br /> <b>1</b> [[tower]] ἔτειλαν Διὸς ὁδὸν παρὰ Κρόνου τύρσιν· [[ἔνθα]] μακάρων νᾶσον ὠκεανίδες αὖραι περιπνέοισιν (O. 2.70) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[τύρρις]], -εως, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[πύργος]]<br /><b>2.</b> [[πύργος]] τείχους, [[προμαχώνας]]<br /><b>3.</b> περιτειχισμένη [[πόλη]] ή οχυρωμένη [[οικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ., πιθανότατα ινδοευρωπαϊκής προέλευσης. Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>dhergh</i>- / <i>dhŗgh</i>- «[[κλειστός]], [[συμπαγής]]» και συνδέεται με το ιλλυρικό [[τοπωνύμιο]] -<i>dorgis</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Βου</i>-<i>δοργίς</i>) και το περσ. [[τοπωνύμιο]] <i>Τύρρα</i> / <i>τύρσα</i> (από όπου τα εθνικά <i>Τυρσηνοί</i> και <i>Tusci</i>, <b>πρβλ.</b> <i>Ετρούσκοι</i>). Παράλληλα με το ελλ. [[τύρσις]] / [[τύρρις]] μαρτυρείται το λατ. <i>turris</i> «[[πύργος]]» (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>tour</i>), το οποίο από τη Λατινική δανείστηκε και η Γερμανική (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>Turm</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:43, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, gen. ιος Hp.Art.43, X.An.7.8.12; ιδος IG12(7).115.4 (Amorgos, ii/i B. C.); acc.
A τύρσιν Pi.O.2.70, Hp.l.c., X.An.7.8.13: nom. and acc. pl. τύρσεις, gen. εων, dat. εσι, ib.4.4.2, HG4.7.6, Cyr.7.5.10; acc. pl. τύρσιας Lyc.834, Maiist.2:—also τύρρις, Hsch. (whence Lat. turris is borrowed):—tower, Pi. l.c., Hp. l. c. (cf. Gal.18(1).518); esp. tower on a wall, bastion, X. ll. cc.; opp. προμαχών, J.BJ5.4.3 sq.; also, walled city or fortified house, Nic.Al.2; = villa rustica, πύργος, IGl.c.
Greek (Liddell-Scott)
τύρσις: ἡ, γεν. -ιος, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 808, Ξεν. Ἀν. 7. 8, 12· αἰτ. τύρσιν Πίνδ., Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν.· ἀλλ’ ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. τύρσεις, γεν. έων, δοτ. εσι Ξεν. Ἀν. 4. 4, 2, Ἑλλ. 4. 7, 6, Κύρ. 7. 5, 10· αἰτιατ. πληθ. τύρσιας Λυκόφρ. 834· ― μεταγεν. τύρρις, ὡς τὸ Λατ. turris. Πύργος, Πινδ. Ο. 2. 127, Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μάλιστα ὁ ἐπὶ τοῦ τείχους πύργος, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ. ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ προμαχών. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 4. 2 κἑξ.· ― ὡσαύτως, τετειχισμένη πόλις, ὠχυρωμένη οἰκία, κλπ., Νικ. Ἀλεξιφ. 2. ― Καθ’ Ἡσύχιον: «τύρρις· πύργος, ἔπαλξις, προμαχὼν».
French (Bailly abrégé)
ιος (ἡ) :
tour, ouvrage de fortification.
Étymologie: mot étrusque ; cf. lat. turris.
English (Slater)
τύρσις
1 tower ἔτειλαν Διὸς ὁδὸν παρὰ Κρόνου τύρσιν· ἔνθα μακάρων νᾶσον ὠκεανίδες αὖραι περιπνέοισιν (O. 2.70)
Greek Monolingual
και τύρρις, -εως, ἡ, Α
1. πύργος
2. πύργος τείχους, προμαχώνας
3. περιτειχισμένη πόλη ή οχυρωμένη οικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., πιθανότατα ινδοευρωπαϊκής προέλευσης. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα dhergh- / dhŗgh- «κλειστός, συμπαγής» και συνδέεται με το ιλλυρικό τοπωνύμιο -dorgis (πρβλ. Βου-δοργίς) και το περσ. τοπωνύμιο Τύρρα / τύρσα (από όπου τα εθνικά Τυρσηνοί και Tusci, πρβλ. Ετρούσκοι). Παράλληλα με το ελλ. τύρσις / τύρρις μαρτυρείται το λατ. turris «πύργος» (πρβλ. γαλλ. tour), το οποίο από τη Λατινική δανείστηκε και η Γερμανική (πρβλ. γερμ. Turm)].