ὑποδάμνημι: Difference between revisions
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
(Autenrieth) |
(43) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=only [[mid]]., ὑποδάμνασαι, thou subjectest [[thyself]], Od. 3.214 and Od. 16.95. | |auten=only [[mid]]., ὑποδάμνασαι, thou subjectest [[thyself]], Od. 3.214 and Od. 16.95. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και αιολ. υποδάμναμι, Α<br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑποδάμναμαι</i><br />[[υποτάσσω]], [[κυριεύω]] («[[ἔρως]] φρένας ὑποδάμναται», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> α) υποτάσσομαι, καταβάλλομαι<br />β) (για [[γυναίκα]]) [[υποκύπτω]], παραδίνομαι σε άντρα<br />γ) (για άντρα) δαμάζομαι, κυριεύομαι από τον έρωτα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀλλήλοις ὑποδεδμῆσθαι» — [[είναι]] παντρεμένοι (<b>Ευστ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δάμνημι]] / <i>δάμνημαι</i> «[[δαμάζω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1213] (s. δάμνημι), = Vorigem, pass. ὑποδάμναμαι, überwältigt werden, sich überwältigen lassen, Od. 3, 24. 16, 95.
French (Bailly abrégé)
dompter, soumettre.
Étymologie: ὑπό, δάμνημι.
English (Autenrieth)
only mid., ὑποδάμνασαι, thou subjectest thyself, Od. 3.214 and Od. 16.95.
Greek Monolingual
και αιολ. υποδάμναμι, Α
1. μέσ. ὑποδάμναμαι
υποτάσσω, κυριεύω («ἔρως φρένας ὑποδάμναται», Θεόκρ.)
2. παθ. α) υποτάσσομαι, καταβάλλομαι
β) (για γυναίκα) υποκύπτω, παραδίνομαι σε άντρα
γ) (για άντρα) δαμάζομαι, κυριεύομαι από τον έρωτα
3. φρ. «ἀλλήλοις ὑποδεδμῆσθαι» — είναι παντρεμένοι (Ευστ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δάμνημι / δάμνημαι «δαμάζω»].