φλοιόρριζος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
(6_18) |
(45) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φλοιόρριζος''': -ον, ὁ ἔχων ῥίζας κεκαλυμμένας διὰ φλοιοῦ· τὰ φλοιόρριζα, τὰ βολβώδη φυτά, Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 63. | |lstext='''φλοιόρριζος''': -ον, ὁ ἔχων ῥίζας κεκαλυμμένας διὰ φλοιοῦ· τὰ φλοιόρριζα, τὰ βολβώδη φυτά, Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 63. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[φυτό]]) αυτός που έχει ρίζες αποτελούμενες από αλλεπάλληλα στρώματα φλοιού<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ φλοιόρριζα</i><br />τα βολβόρριζα φυτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλοιός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]]), <b>πρβλ.</b> <i>σαρκό</i>-<i>ρριζος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A having roots covered with coats of rind: τὰ φ. bulbous plants, Thphr. Od.63.
Greek (Liddell-Scott)
φλοιόρριζος: -ον, ὁ ἔχων ῥίζας κεκαλυμμένας διὰ φλοιοῦ· τὰ φλοιόρριζα, τὰ βολβώδη φυτά, Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 63.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για φυτό) αυτός που έχει ρίζες αποτελούμενες από αλλεπάλληλα στρώματα φλοιού
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ φλοιόρριζα
τα βολβόρριζα φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. σαρκό-ρριζος].