φιλοκτέανος: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
(6_17)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοκτέᾰνος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ κτήματα, [[φιλοκτήμων]], [[ἄπληστος]], [[πλεονέκτης]], ἐν Ἰλ. Α. 122, ἐν τῷ ὑπερθ. φιλοκτεανώτατος.
|lstext='''φῐλοκτέᾰνος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ κτήματα, [[φιλοκτήμων]], [[ἄπληστος]], [[πλεονέκτης]], ἐν Ἰλ. Α. 122, ἐν τῷ ὑπερθ. φιλοκτεανώτατος.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) [[φιλοκτήμων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτέανος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτέανον]] «[[κτήμα]], [[περιουσία]]»), <b>πρβλ.</b> [[πολυκτέανος]].
}}
}}

Revision as of 12:44, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοκτέᾰνος Medium diacritics: φιλοκτέανος Low diacritics: φιλοκτέανος Capitals: ΦΙΛΟΚΤΕΑΝΟΣ
Transliteration A: philoktéanos Transliteration B: philokteanos Transliteration C: filokteanos Beta Code: filokte/anos

English (LSJ)

ον,

   A loving possessions, greedy of gain, covetous, Il.1.122 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1281] besitzliebend, dah. habsüchtig, habgierig, im superl. φιλοκτεανώτατος Il. 1, 122.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοκτέᾰνος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ κτήματα, φιλοκτήμων, ἄπληστος, πλεονέκτης, ἐν Ἰλ. Α. 122, ἐν τῷ ὑπερθ. φιλοκτεανώτατος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(επικ. τ.) φιλοκτήμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κτέανος (< κτέανον «κτήμα, περιουσία»), πρβλ. πολυκτέανος.