τριηραρχία: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(Bailly1_5)
(41)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>à Athènes</i> obligation d’équiper une trière à ses frais.<br />'''Étymologie:''' [[τριήραρχος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>à Athènes</i> obligation d’équiper une trière à ses frais.<br />'''Étymologie:''' [[τριήραρχος]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[τριηράρχης]]<br />(στην αρχ. Αθήνα) [[μορφή]] δημόσιας λειτουργίας της αθηναϊκής πολιτείας την οποία αναλάμβαναν οι ευπορότεροι πολίτες, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να εξοπλίσουν μία τριήρη («οἶδ' ὅτι καὶ τριηραρχίας μισθοὺς και εἰσφορὰς τοσαύτας σοι προστάζουσιν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />η [[αρχηγία]] τριήρους.
}}
}}

Revision as of 12:45, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐηραρχία Medium diacritics: τριηραρχία Low diacritics: τριηραρχία Capitals: ΤΡΙΗΡΑΡΧΙΑ
Transliteration A: triērarchía Transliteration B: triērarchia Transliteration C: triirarchia Beta Code: trihrarxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A command of a trireme, Arist. Pol.1322b4(pl.).    II at Athens, the fitling out of a trireme for the public service, Lys.32.24, X.Ath.1.13, Oec.2.6, etc.: also at Priene, SIG1003.29 (ii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

τριηραρχία: ἡ, τὸ τριηραρχεῖν, ἡ ἀρχηγία τριήρους, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 15. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, ὁ ἐξοπλισμὸς τριήρους ὑπὸ πολίτου εἰς ὑπηρεσίαν τοῦ δημοσίου (πρβλ. τριήραρχος ΙΙ), πρῶτον παρὰ τῷ Λυσίᾳ 908. 5, Ξεν. Ἀθην. 1, 13, Οἰκ. 2, 6· ἡ τριηραρχία ἦν ἡ σπουδαιοτάτη τῶν ἐκτάκτων λειτουργιῶν. Περὶ τοῦ ἀξιώματος τούτου, τῶν καθηκόντων καὶ τῆς εὐθύνης αὐτοῦ ἴδε Wolf. Proleg. Leptin. σ. 100, Böckh P. E. 2, σ. 319-368, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
à Athènes obligation d’équiper une trière à ses frais.
Étymologie: τριήραρχος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ τριηράρχης
(στην αρχ. Αθήνα) μορφή δημόσιας λειτουργίας της αθηναϊκής πολιτείας την οποία αναλάμβαναν οι ευπορότεροι πολίτες, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να εξοπλίσουν μία τριήρη («οἶδ' ὅτι καὶ τριηραρχίας μισθοὺς και εἰσφορὰς τοσαύτας σοι προστάζουσιν», Ξεν.)
αρχ.
η αρχηγία τριήρους.