τἀπί: Difference between revisions
From LSJ
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>crase att. p.</i> τὰ [[ἐπί]]. | |btext=<i>crase att. p.</i> τὰ [[ἐπί]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />το, Ν<br /><b>άκλ.</b> (στη σουλτανική Τουρκία)<br />[[τίτλος]] ιδιοκτησίας, [[συνώνυμος]] του φόρου ο [[οποίος]] έπρεπε να καταβληθεί στο τουρκικό [[δημόσιο]] για να επιτραπεί η [[μεταβίβαση]] δημόσιων [[γαιών]] σε καλλιεργητές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>tapu</i>].———————— <b>(II)</b><br />το, Ν<br /><b>άκλ.</b> <b>φρ.</b> «έμεινα [[ταπί]]» — έμεινα [[χωρίς]] χρήματα, [[είμαι]] [[τελείως]] [[απένταρος]], άφραγκος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>tab</i><i>ī</i> «νικημένος, [[υποτελής]]»].———————— <b>(III)</b><br />([[τἀπί]]) Α<br />(στους αττ. συγγραφείς) [[κράση]] [[αντί]] <i>τὰ ἐπί</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1069] att. zsgz. statt τὰ ἐπί.
Greek (Liddell-Scott)
τἀπί: κατ’ Ἀττ. κρᾶσιν ἀντὶ τὰ ἐπί· ― τἀπιεικῆ, ἀντὶ τὰ ἐπιεικῆ.
French (Bailly abrégé)
crase att. p. τὰ ἐπί.
Greek Monolingual
(I)
το, Ν
άκλ. (στη σουλτανική Τουρκία)
τίτλος ιδιοκτησίας, συνώνυμος του φόρου ο οποίος έπρεπε να καταβληθεί στο τουρκικό δημόσιο για να επιτραπεί η μεταβίβαση δημόσιων γαιών σε καλλιεργητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tapu].———————— (II)
το, Ν
άκλ. φρ. «έμεινα ταπί» — έμεινα χωρίς χρήματα, είμαι τελείως απένταρος, άφραγκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tabī «νικημένος, υποτελής»].———————— (III)
(τἀπί) Α
(στους αττ. συγγραφείς) κράση αντί τὰ ἐπί.