Χερσονησίτης: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(Bailly1_5) |
(46) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />habitant de la Chersonèse de Thrace.<br />'''Étymologie:''' [[χερσόνησος]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />habitant de la Chersonèse de Thrace.<br />'''Étymologie:''' [[χερσόνησος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και Χερρονησίτης, ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[κάτοικος]] της Θρακικής Χερσονήσου<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που προέρχεται από τη Θρακική Χερσόνησο («τυροῡ Χερρονησίτου», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χερσόνησος]] / [[χερρόνησος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολ</i>-[[ίτης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:46, 29 September 2017
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
habitant de la Chersonèse de Thrace.
Étymologie: χερσόνησος.
Greek Monolingual
και Χερρονησίτης, ὁ, Α
1. ο κάτοικος της Θρακικής Χερσονήσου
2. ως επίθ. αυτός που προέρχεται από τη Θρακική Χερσόνησο («τυροῡ Χερρονησίτου», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χερσόνησος / χερρόνησος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πολ-ίτης)].