σχοινουργός: Difference between revisions
From LSJ
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
(6_14) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχοινουργός''': ὁ, (*[[ἔργω]]) = [[σχοινοπλόκος]], Κωνστ. Μανασσ. Χρον. 6708. | |lstext='''σχοινουργός''': ὁ, (*[[ἔργω]]) = [[σχοινοπλόκος]], Κωνστ. Μανασσ. Χρον. 6708. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[σχοινοπλόκος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μετρά αγροτικές εκτάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A land surveyor, PLond.3.1171.64 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 1057] Stricke machend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινουργός: ὁ, (*ἔργω) = σχοινοπλόκος, Κωνστ. Μανασσ. Χρον. 6708.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
μσν.
σχοινοπλόκος
αρχ.
αυτός που μετρά αγροτικές εκτάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -ουργός (< ἔργον)].