τετράκυκλος: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
(Autenrieth)
(41)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[four]]-[[wheeled]]; (ᾶ) Od. 9.242.
|auten=[[four]]-[[wheeled]]; (ᾶ) Od. 9.242.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τετράκυκλος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] τροχούς, [[τετράτροχος]] («ἅμαξαι τετράκυκλοι ἡμιόνεαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[τετράκυκλος]]<br />τετράτροχη [[άμαξα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κύκλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>κυκλος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράκυκλος Medium diacritics: τετράκυκλος Low diacritics: τετράκυκλος Capitals: ΤΕΤΡΑΚΥΚΛΟΣ
Transliteration A: tetrákyklos Transliteration B: tetrakyklos Transliteration C: tetrakyklos Beta Code: tetra/kuklos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A four-wheeled, ἕλκον τ. ἀπήνην Il.24.324; ἄμαξαι ἐσθλαὶ τετράκυκλοι Od.9.242, cf. Hdt.1.188, 2.63, Hp.Aër.18: as Subst., four-wheeled wagon, τροχοὶ τετρακύκλου IG12.313.116. [ᾱ only in Od. l.c., where Bentley conjectured τεσσαράκυκλοι.]

German (Pape)

[Seite 1098] mit vier Rädern, vierräderig, ἀπήνη, ἅμαξα, Il. 24, 324, Her. 1, 188. 2, 63 u. Sp., wie D. Sic.; Ath. V, 199 a; – ὁμωνυμίη, Luc. Alex. 11. – [Od. 9, 242 ist α lang gebraucht.]

Greek (Liddell-Scott)

τετράκυκλος: -ον, τετράτροχος, ἕλκον τ. ἀπήνην Ἰλ. Ω. 324· ἅμαξαι ἐσθλαὶ τετράκυκλοι Ὀδ. Ι. 242, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 188, πρβλ. 2. 63, Ἱππ. π. Ἀέρ. 291. [ᾰ πανταχοῦ πλὴν ἐν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἔνθα ἴσως ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι τεσσαράκυκλοι].

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre cercles ou roues.
Étymologie: τέσσαρες, κύκλος.

English (Autenrieth)

four-wheeled; (ᾶ) Od. 9.242.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράκυκλος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει τέσσερεις τροχούς, τετράτροχος («ἅμαξαι τετράκυκλοι ἡμιόνεαι», Ηρόδ.)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. τετράκυκλος
τετράτροχη άμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + κύκλος (πρβλ. πολύ-κυκλος].