τρίλεκτος: Difference between revisions
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(6_18) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρίλεκτος''': -ον, ὁ τρὶς λεχθείς, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 102 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[τρίφατος]], ἴδε τὴν λέξιν. | |lstext='''τρίλεκτος''': -ον, ὁ τρὶς λεχθείς, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 102 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[τρίφατος]], ἴδε τὴν λέξιν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει λεχθεί [[τρεις]] φορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λεκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δύσ</i>-<i>λεκτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A thrice said, gloss on τρίφατον, Sch.Nic.Th. 102.
German (Pape)
[Seite 1144] Erkl. von τρίφατος, Schol. Ar. Thesm. 109.
Greek (Liddell-Scott)
τρίλεκτος: -ον, ὁ τρὶς λεχθείς, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 102 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ τρίφατος, ἴδε τὴν λέξιν.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει λεχθεί τρεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + λεκτός (< λέγω), πρβλ. δύσ-λεκτος].