συνοικισμός: Difference between revisions
οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> colonisation;<br /><b>2</b> cohabitation, mariage.<br />'''Étymologie:''' [[συνοικίζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> colonisation;<br /><b>2</b> cohabitation, mariage.<br />'''Étymologie:''' [[συνοικίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ [[συνοικίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκρότημα]] κατοικιών [[κοντά]] σε [[πόλη]], [[χωριστά]] από αυτήν («[[προσφυγικός]] [[συνοικισμός]]»)<br /><b>2.</b> [[τόπος]] όπου [[είναι]] εγκατεστημένοι λίγοι κάτοικοι<br /><b>3.</b> <b>βιολ.</b> η [[συνοίκηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γάμος]], [[συνοικέσιο]]<br /><b>2.</b> [[ίδρυση]] πόλης ή χωριού<br /><b>3.</b> [[επανίδρυση]] πόλης που καταστράφηκε ή ερημώθηκε από διάφορες αιτίες. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A living together, wedlock, D.S.18.23; ἀνδρὸς καὶ γυναικός Plu.Sol.20. II = foreg., Plb.4 33.7: pl., πόλεων Str.10.4.8; founding a city, Plu.Rom.9.
Greek (Liddell-Scott)
συνοικισμός: ὁ, ἐπὶ ἀνδρὸς καὶ γυναικός, συνοικέσιον, Διόδ. 18. 23· ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς Πλουτ. Σόλ. 20. ΙΙ. = συνοίκισις, Πολύβ. 4. 33, 7, Πλουτ. Ρωμ. 9, κτλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 colonisation;
2 cohabitation, mariage.
Étymologie: συνοικίζω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ συνοικίζω
νεοελλ.
1. συγκρότημα κατοικιών κοντά σε πόλη, χωριστά από αυτήν («προσφυγικός συνοικισμός»)
2. τόπος όπου είναι εγκατεστημένοι λίγοι κάτοικοι
3. βιολ. η συνοίκηση
αρχ.
1. γάμος, συνοικέσιο
2. ίδρυση πόλης ή χωριού
3. επανίδρυση πόλης που καταστράφηκε ή ερημώθηκε από διάφορες αιτίες.