ὑποδέομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
(6_5)
(43)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποδέομαι''': ἀποθ., δέομαι ἱκετευτικῶς, Ἐκκλ.
|lstext='''ὑποδέομαι''': ἀποθ., δέομαι ἱκετευτικῶς, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[παρακαλώ]] με ικεσίες, [[ικετεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δέομαι]] «[[παρακαλώ]]»].
}}
}}

Latest revision as of 12:47, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1214] (s. δέω), dep. pass., flehentlich bitten, Greg. Naz.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδέομαι: ἀποθ., δέομαι ἱκετευτικῶς, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

Α
παρακαλώ με ικεσίες, ικετεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δέομαι «παρακαλώ»].