τικτικός: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
(6_11)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τικτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν τοκετόν, τ. [[φάρμακον]], «τὸ ταῖς τικτούσαις διδόμενον [[φάρμακον]]» (Φώτ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 690· «[[ἐπίτεξ]], [[ἐπίφορος]] καὶ [[ἐπίτοκος]] ἢ τικτικὸς» [[Πολυδ]]. Β΄, 7.
|lstext='''τικτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν τοκετόν, τ. [[φάρμακον]], «τὸ ταῖς τικτούσαις διδόμενον [[φάρμακον]]» (Φώτ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 690· «[[ἐπίτεξ]], [[ἐπίφορος]] καὶ [[ἐπίτοκος]] ἢ τικτικὸς» [[Πολυδ]]. Β΄, 7.
}}
{{grml
|mltxt=και [[τεκτικός]], -ή, -όν, Α [[τίκτω]] / [[τέκος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, ή αναφέρεται στον τοκετό ή [[είναι]] [[χρήσιμος]] και [[κατάλληλος]] για τον τοκετό<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τικτικόν</i><br />(ενν. [[φάρμακον]]) φαρμακευτικό [[παρασκεύασμα]] που χορηγείται στις επιτόκους.
}}
}}

Revision as of 12:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τικτικός Medium diacritics: τικτικός Low diacritics: τικτικός Capitals: ΤΙΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: tiktikós Transliteration B: tiktikos Transliteration C: tiktikos Beta Code: tiktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for childbirth, (sc. φάρμακον) a medicine used for women lying-in, Ar.Fr.872.

German (Pape)

[Seite 1113] zum Gebären gehörig, förderlich dabei; φάρμακον, Ar. bei Phot.; Poll. 4, 208.

Greek (Liddell-Scott)

τικτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν τοκετόν, τ. φάρμακον, «τὸ ταῖς τικτούσαις διδόμενον φάρμακον» (Φώτ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 690· «ἐπίτεξ, ἐπίφορος καὶ ἐπίτοκος ἢ τικτικὸς» Πολυδ. Β΄, 7.

Greek Monolingual

και τεκτικός, -ή, -όν, Α τίκτω / τέκος
1. αυτός που ανήκει, ή αναφέρεται στον τοκετό ή είναι χρήσιμος και κατάλληλος για τον τοκετό
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τικτικόν
(ενν. φάρμακον) φαρμακευτικό παρασκεύασμα που χορηγείται στις επιτόκους.