φαρκιδώδης: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(6_7)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φαρκῑδώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ῥυτιδώδης]], Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιαν. (σ. 388) καὶ Γαλην. (586)· οὕτω δὲ διορθωτέον ἐν Ἱππ. 663, 42 ἀντὶ [[φορακώδης]].
|lstext='''φαρκῑδώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ῥυτιδώδης]], Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιαν. (σ. 388) καὶ Γαλην. (586)· οὕτω δὲ διορθωτέον ἐν Ἱππ. 663, 42 ἀντὶ [[φορακώδης]].
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[φαρκίς]], -<i>ῑδος</i>]<br />[[γεμάτος]] [[ρυτίδες]].
}}
}}

Revision as of 12:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρκῑδώδης Medium diacritics: φαρκιδώδης Low diacritics: φαρκιδώδης Capitals: ΦΑΡΚΙΔΩΔΗΣ
Transliteration A: pharkidṓdēs Transliteration B: pharkidōdēs Transliteration C: farkidodis Beta Code: farkidw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A wrinkled, Hp. ap. Erot.; to be restored for φορακιώδης in Id.Mul.2.172.

German (Pape)

[Seite 1255] ες, runzlig, voll Runzeln, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φαρκῑδώδης: -ες, (εἶδος) ῥυτιδώδης, Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιαν. (σ. 388) καὶ Γαλην. (586)· οὕτω δὲ διορθωτέον ἐν Ἱππ. 663, 42 ἀντὶ φορακώδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α φαρκίς, -ῑδος]
γεμάτος ρυτίδες.