φαλαγγάρχης: Difference between revisions
From LSJ
Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
(6_19) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φᾰλαγγάρχης''': -ου, ὁ, ἀρχηγὸς φάλαγγος, Νικήτ. Εὐγεν. 5. 325. | |lstext='''φᾰλαγγάρχης''': -ου, ὁ, ἀρχηγὸς φάλαγγος, Νικήτ. Εὐγεν. 5. 325. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[αρχηγός]], [[διοικητής]] [[φάλαγγας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρχηγός]] φαλαγγαρχίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάλαγξ]], -<i>αγγος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A commander of a φαλαγγαρχία 1, Arr.Tact. 10.6, Ascl. Tact.2.10, Ael.Tact.9.8. II commander of a φαλαγγαρχία 11, Ascl.Tact.9, Ael.Tact.23.
German (Pape)
[Seite 1252] ὁ, Anführer der Phalanx, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰλαγγάρχης: -ου, ὁ, ἀρχηγὸς φάλαγγος, Νικήτ. Εὐγεν. 5. 325.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
αρχηγός, διοικητής φάλαγγας
αρχ.
αρχηγός φαλαγγαρχίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, -αγγος + -άρχης].