σύννους: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(Bailly1_5)
(40)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[σύννοος]].
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[σύννοος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ουν, ΝΜΑ, και [[σύννοος]], -οον, Α<br /><b>1.</b> βυθισμένος σε σκέψεις, [[σκεπτικός]], συλλογισμένος<br /><b>2.</b> [[σκυθρωπός]], [[κατηφής]], στενοχωρημένος<br /><b>αρχ.</b><br />[[γεμάτος]] έγνοιες, [[ανήσυχος]] («ταῡτα δ' εἰπὼν ἐποίησε τὸν Αὐτοφραδάτην σύννουν γενόμενον παύσασθαι τῆς πολιορκίας», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[νους]]/-<i>νοος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νόος]] /[[νους]]), <b>πρβλ.</b> [[ὑπέρ]]-[[νους]]].
}}
}}

Revision as of 12:48, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1028] zsgz. = σύννοος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. σύννοος.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΜΑ, και σύννοος, -οον, Α
1. βυθισμένος σε σκέψεις, σκεπτικός, συλλογισμένος
2. σκυθρωπός, κατηφής, στενοχωρημένος
αρχ.
γεμάτος έγνοιες, ανήσυχος («ταῡτα δ' εἰπὼν ἐποίησε τὸν Αὐτοφραδάτην σύννουν γενόμενον παύσασθαι τῆς πολιορκίας», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -νους/-νοος (< νόος /νους), πρβλ. ὑπέρ-νους].