συνεπισχύω: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[dar fuerza]], [[ dar poder mágico]]
|esgtx=[[dar fuerza]], [[ dar poder mágico]]
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ενισχύω]] κάποιον σε [[συνεργασία]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[συντελώ]] («συνεπισχύειν πρὸς [τὸν] τοῡ κάμνοντος κίνδυνον», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> (για πλανήτες) [[συνδυάζω]] [[ενέργεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπισχύω]] «[[ενισχύω]], [[δυναμώνω]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ενισχύω]] κάποιον σε [[συνεργασία]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[συντελώ]] («συνεπισχύειν πρὸς [τὸν] τοῡ κάμνοντος κίνδυνον», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> (για πλανήτες) [[συνδυάζω]] [[ενέργεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπισχύω]] «[[ενισχύω]], [[δυναμώνω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ενισχύω]] κάποιον σε [[συνεργασία]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[συντελώ]] («συνεπισχύειν πρὸς [τὸν] τοῡ κάμνοντος κίνδυνον», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> (για πλανήτες) [[συνδυάζω]] [[ενέργεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπισχύω]] «[[ενισχύω]], [[δυναμώνω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπισχύω Medium diacritics: συνεπισχύω Low diacritics: συνεπισχύω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΣΧΥΩ
Transliteration A: synepischýō Transliteration B: synepischyō Transliteration C: synepischyo Beta Code: sunepisxu/w

English (LSJ)

   A join in supporting, assist, X.Mem.2.4.6; τισι LXX 2 Ch.32.3, Plb.6.6.10, etc.; κατά τινων Id.6.8.1; ταῖς πλεονεξίαις αὐτῶν Id.28.5.5; σ. μοι ἀπαιτοῦντι BGU1189.14 (i B.C./i A.D.); αὐτοῖς ἀντεχομένοις ib.1795.9 (i B.C.), cf. PSI10.1160.9 (i B.C.); τοὺς ἄρχοντας συνεπισχύειν τοῖς ἀγορανόμοις, ὅπως . . SIG799.19 (Cyzicus, i A.D.), cf. IG22.1013.6.    2 Astrol., combine energy, of planetary influence, Vett.Val.107.14.    3 Medic., of symptoms, σ. πρὸς <τὸν> τοῦ κάμνοντος κίνδυνον contribute to... Gal.17(1).628.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπισχύω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπισχύω, ὑποστηρίζω, βοηθῶ, συμβοηθῶ, Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6· τινὶ Πολύβ. 6. 6, 10, κτλ.· κατά τινος αὐτόθι 6. 8, 1· σ. ταῖς πλεονεξίαις τινὸς ὁ αὐτ. 28. 5, 5· ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἑνώνω τὰς δυνάμεις μου μετά τινος ἄλλου ἐπὶ κακῷ, συνωμοτῶ, τινὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 6.

French (Bailly abrégé)

joindre ses forces à celles de, aider de toutes ses forces, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπισχύω.

Spanish

dar fuerza, dar poder mágico

Greek Monolingual

Α
1. ενισχύω κάποιον σε συνεργασία με κάποιον άλλο
2. ιατρ. συντελώ («συνεπισχύειν πρὸς [τὸν] τοῡ κάμνοντος κίνδυνον», Γαλ.)
3. αστρολ. (για πλανήτες) συνδυάζω ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπισχύω «ενισχύω, δυναμώνω»].

Greek Monolingual

Α
1. ενισχύω κάποιον σε συνεργασία με κάποιον άλλο
2. ιατρ. συντελώ («συνεπισχύειν πρὸς [τὸν] τοῡ κάμνοντος κίνδυνον», Γαλ.)
3. αστρολ. (για πλανήτες) συνδυάζω ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπισχύω «ενισχύω, δυναμώνω»].