συνεπισχύω: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[dar fuerza]], [[ dar poder mágico]] | |esgtx=[[dar fuerza]], [[ dar poder mágico]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ενισχύω]] κάποιον σε [[συνεργασία]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[συντελώ]] («συνεπισχύειν πρὸς [τὸν] τοῡ κάμνοντος κίνδυνον», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> (για πλανήτες) [[συνδυάζω]] [[ενέργεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπισχύω]] «[[ενισχύω]], [[δυναμώνω]]»]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ενισχύω]] κάποιον σε [[συνεργασία]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[συντελώ]] («συνεπισχύειν πρὸς [τὸν] τοῡ κάμνοντος κίνδυνον», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> (για πλανήτες) [[συνδυάζω]] [[ενέργεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπισχύω]] «[[ενισχύω]], [[δυναμώνω]]»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ενισχύω]] κάποιον σε [[συνεργασία]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[συντελώ]] («συνεπισχύειν πρὸς [τὸν] τοῡ κάμνοντος κίνδυνον», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> (για πλανήτες) [[συνδυάζω]] [[ενέργεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπισχύω]] «[[ενισχύω]], [[δυναμώνω]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
A join in supporting, assist, X.Mem.2.4.6; τισι LXX 2 Ch.32.3, Plb.6.6.10, etc.; κατά τινων Id.6.8.1; ταῖς πλεονεξίαις αὐτῶν Id.28.5.5; σ. μοι ἀπαιτοῦντι BGU1189.14 (i B.C./i A.D.); αὐτοῖς ἀντεχομένοις ib.1795.9 (i B.C.), cf. PSI10.1160.9 (i B.C.); τοὺς ἄρχοντας συνεπισχύειν τοῖς ἀγορανόμοις, ὅπως . . SIG799.19 (Cyzicus, i A.D.), cf. IG22.1013.6. 2 Astrol., combine energy, of planetary influence, Vett.Val.107.14. 3 Medic., of symptoms, σ. πρὸς <τὸν> τοῦ κάμνοντος κίνδυνον contribute to... Gal.17(1).628.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπισχύω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπισχύω, ὑποστηρίζω, βοηθῶ, συμβοηθῶ, Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6· τινὶ Πολύβ. 6. 6, 10, κτλ.· κατά τινος αὐτόθι 6. 8, 1· σ. ταῖς πλεονεξίαις τινὸς ὁ αὐτ. 28. 5, 5· ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἑνώνω τὰς δυνάμεις μου μετά τινος ἄλλου ἐπὶ κακῷ, συνωμοτῶ, τινὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 6.
French (Bailly abrégé)
joindre ses forces à celles de, aider de toutes ses forces, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπισχύω.
Spanish
Greek Monolingual
Α
1. ενισχύω κάποιον σε συνεργασία με κάποιον άλλο
2. ιατρ. συντελώ («συνεπισχύειν πρὸς [τὸν] τοῡ κάμνοντος κίνδυνον», Γαλ.)
3. αστρολ. (για πλανήτες) συνδυάζω ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπισχύω «ενισχύω, δυναμώνω»].
Greek Monolingual
Α
1. ενισχύω κάποιον σε συνεργασία με κάποιον άλλο
2. ιατρ. συντελώ («συνεπισχύειν πρὸς [τὸν] τοῡ κάμνοντος κίνδυνον», Γαλ.)
3. αστρολ. (για πλανήτες) συνδυάζω ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπισχύω «ενισχύω, δυναμώνω»].