σύσταθμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀκμὴ τὸ σύνολον οὐδὲν ἄνθους διαφέρει → Nil flore differt vegetus aetatis vigor → Des Lebens Blüte ist ganz wie der Blume Pracht

Menander, Monostichoi, 642
(6_15)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύσταθμος''': -ον, (σταθμὸς ΙΙΙ) ὁ ἔχων ἴσον βάρος, Γαληνοῦ Ἱπποκρ. Λέξ. Ἐξήγ.
|lstext='''σύσταθμος''': -ον, (σταθμὸς ΙΙΙ) ὁ ἔχων ἴσον βάρος, Γαληνοῦ Ἱπποκρ. Λέξ. Ἐξήγ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει ίσο [[βάρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σταθμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σταθμόν]]), <b>πρβλ.</b> [[αντί]]-<i>σταθμος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύσταθμος Medium diacritics: σύσταθμος Low diacritics: σύσταθμος Capitals: ΣΥΣΤΑΘΜΟΣ
Transliteration A: sýstathmos Transliteration B: systathmos Transliteration C: systathmos Beta Code: su/staqmos

English (LSJ)

ον, (

   A σταθμός 111) of equal weight, Hp. ap. Gal.19.143.

German (Pape)

[Seite 1043] von gleichem Gewicht, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

σύσταθμος: -ον, (σταθμὸς ΙΙΙ) ὁ ἔχων ἴσον βάρος, Γαληνοῦ Ἱπποκρ. Λέξ. Ἐξήγ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ίσο βάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σταθμος (< σταθμόν), πρβλ. αντί-σταθμος].