ὑπερούσιος: Difference between revisions
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
(6_17) |
(43) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερούσιος''': -ον, ὁ [[ὑπὲρ]] τὴν οὐσίαν ὤν, Πρόκλ. Παρμεν. 630 (36)· τῆς ὑπερουσίου καὶ κρυφίας θεότητος Διονύσ. Ἀρεοπ. σ. 375, κλπ. - Ἐπίρρ. -ίως, [[αὐτόθι]]. ΙΙ. [[ὑπερπλούσιος]], [[λίαν]] [[πλούσιος]], Κ. Πορφυρ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμ. 14, 68. | |lstext='''ὑπερούσιος''': -ον, ὁ [[ὑπὲρ]] τὴν οὐσίαν ὤν, Πρόκλ. Παρμεν. 630 (36)· τῆς ὑπερουσίου καὶ κρυφίας θεότητος Διονύσ. Ἀρεοπ. σ. 375, κλπ. - Ἐπίρρ. -ίως, [[αὐτόθι]]. ΙΙ. [[ὑπερπλούσιος]], [[λίαν]] [[πλούσιος]], Κ. Πορφυρ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμ. 14, 68. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπερούσιος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>εκκλ.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Θεού)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πέρα]] και [[πάνω]] από την ύλη, άϋλος<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[απρόσιτος]] στην ανθρώπινη [[γνώση]] («τῆς ὑπερουσίου καὶ κρυφίας θεότητος», Διον. Αρεοπ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πάμπλουτος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπερούσιον</i><br />η [[υπερουσιότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὑπερούσιος]]<br />[[ἀγαπητός]], πεφιλημένος». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερουσίως</i> ΜΑ<br />με υπερούσιο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουσιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐσία]]), <b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-<i>ούσιος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A above Being, Them.Or.1.8b, Procl.Inst.115, Theol. Plat.3.21, Syrian. in Metaph.5.34. Adv. -ίως Procl.Inst.118,145, Eustr.in EN40.7.
German (Pape)
[Seite 1200] übersubstantiell, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερούσιος: -ον, ὁ ὑπὲρ τὴν οὐσίαν ὤν, Πρόκλ. Παρμεν. 630 (36)· τῆς ὑπερουσίου καὶ κρυφίας θεότητος Διονύσ. Ἀρεοπ. σ. 375, κλπ. - Ἐπίρρ. -ίως, αὐτόθι. ΙΙ. ὑπερπλούσιος, λίαν πλούσιος, Κ. Πορφυρ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμ. 14, 68.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑπερούσιος, -ον, ΝΜΑ
εκκλ. (ως προσωνυμία του Θεού)
1. αυτός που βρίσκεται πέρα και πάνω από την ύλη, άϋλος
2. (κατ' επέκτ.) απρόσιτος στην ανθρώπινη γνώση («τῆς ὑπερουσίου καὶ κρυφίας θεότητος», Διον. Αρεοπ.)
μσν.
1. πάμπλουτος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπερούσιον
η υπερουσιότητα
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ὑπερούσιος
ἀγαπητός, πεφιλημένος».
επίρρ...
ὑπερουσίως ΜΑ
με υπερούσιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ουσιος (< οὐσία), πρβλ. περι-ούσιος].