φωνασκός: Difference between revisions
Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />maître de chant <i>ou</i> de déclamation <i>litt.</i> celui qui exerce la voix.<br />'''Étymologie:''' [[φωνή]], [[ἀσκέω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />maître de chant <i>ou</i> de déclamation <i>litt.</i> celui qui exerce la voix.<br />'''Étymologie:''' [[φωνή]], [[ἀσκέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[φωνασκός]], ἡ, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που φωνασκεί, που μιλάει φωνάζοντας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[δάσκαλος]] της ωδικής και της απαγγελίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του <i>φωνασκῶ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ (also ἡ, Sor. 1.22, 2.7),
A one who trains the voice, teacher of singing and declamation, IGRom.4.1432.22 (Smyrna), Arr.Epict.1.4.20, Vett.Val.7.28, Alex. Aphr.Pr.1.119; Lat.phonascus, Suet.Aug.84, Quint.Inst.11.3.19.
German (Pape)
[Seite 1322] ὁ, der seine eigene od. Anderer Stimme übt, Lehrmeister des Gesanges u. der Deklamation, Arrian. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φωνασκός: ὁ, ὁ ἀσκῶν τὴν φωνήν, διδάσκαλος τῆς ᾠδικῆς ἢ τῆς ἀπαγγελίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 3208, Ἀρριαν. Ἐπίκτ. 1. 4, 20· Λατ. phonascus, Sueton. August. 84, Quintil 11. 3, 19.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
maître de chant ou de déclamation litt. celui qui exerce la voix.
Étymologie: φωνή, ἀσκέω.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και φωνασκός, ἡ, Α
νεοελλ.
αυτός που φωνασκεί, που μιλάει φωνάζοντας
μσν.-αρχ.
δάσκαλος της ωδικής και της απαγγελίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του φωνασκῶ].