τρισκατάρατος: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
(Bailly1_5) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />trois fois digne d’être maudit.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[κατάρατος]]. | |btext=ος, ον :<br />trois fois digne d’être maudit.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[κατάρατος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[τρισκατάρατος]], -ον, ΝΜΑ, και τρικατάρατος Α<br />[[τρεις]] φορές [[καταραμένος]], [[επικατάρατος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[αντίχριστος]], ο [[διάβολος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[τρισκατάρατος]]<br /><b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] [[δόλιος]], [[σατανικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατάρατος]] «[[μισητός]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>καταρῶμαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>παγ</i>-[[κατάρατος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰρ], ον,
A thrice-accursed, D.25.82, Men.71, Epit.540.
Greek (Liddell-Scott)
τρισκᾰτάρᾱτος: -ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς κατηραμένος, Δημ. 794. 24· τρισκαταράτων πάντων Ἀρχέστρατος παρ’ Ἀθηναίῳ 311C, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
trois fois digne d’être maudit.
Étymologie: τρίς, κατάρατος.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρισκατάρατος, -ον, ΝΜΑ, και τρικατάρατος Α
τρεις φορές καταραμένος, επικατάρατος
νεοελλ.-μσν.
το αρσ. ως ουσ. ο αντίχριστος, ο διάβολος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο τρισκατάρατος
μτφ. άνθρωπος δόλιος, σατανικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ- / τρι- + κατάρατος «μισητός» (< καταρῶμαι), πρβλ. παγ-κατάρατος.