φιλοτεχνία: Difference between revisions
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
(6_10) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῑλοτεχνία''': ἡ, ἡ περὶ τὴν τέχνην [[ἀγάπη]], σπουδὴ τῆς τέχνης, Πλάτ. Κριτί. 109C, [[Πολυδ]]. Ϛ’, 167· φ. [[περί]] τι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 5, 21. ΙΙ. [[δεξιότης]], εὐφυΐα περὶ τὴν τέχνην, Κτησίας παρὰ Διοδ. 2. 8, πρβλ. 64· φιλ. καὶ δόλῳ Διόδ. 3. 37. | |lstext='''φῑλοτεχνία''': ἡ, ἡ περὶ τὴν τέχνην [[ἀγάπη]], σπουδὴ τῆς τέχνης, Πλάτ. Κριτί. 109C, [[Πολυδ]]. Ϛ’, 167· φ. [[περί]] τι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 5, 21. ΙΙ. [[δεξιότης]], εὐφυΐα περὶ τὴν τέχνην, Κτησίας παρὰ Διοδ. 2. 8, πρβλ. 64· φιλ. καὶ δόλῳ Διόδ. 3. 37. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[φιλότεχνος]]<br />η [[αγάπη]] για την [[τέχνη]] και, [[ιδίως]], για τις καλές τέχνες<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τεχνική]] [[επιμέλεια]], [[φροντίδα]] για καλλιτεχνική [[τελειότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δεξιοτεχνία]]<br /><b>2.</b> [[τέχνασμα]], [[πανουργία]] («φιλοτεχνίᾳ τε καὶ δόλῳ τὸ τῇ, βίᾳ δυσκαταγώνιστον ἐχειρώσαντο», <b>Διόδ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A enthusiasm for art, Pl.Criti.109c, Poll.6.167; ἡ περὶ [τὴν μουσικὴν] φ. Phld.Mus.p.19 K.; craftsmanship, of sculptors, D.S.1.98; of the pyramid-builders, ib.64; ἡ περί τι φ. Arr.Epict.2.5.21; περὶ τὰς κόμας Str.10.3.8; ingenuity, artifice, φ. καὶ δόλῳ, of hunters, D.S. 3.37; in good sense, φ. ἡ περὶ τὸ ἱερόν IG22.1023, cf. Antyll. ap. Orib.6.10.7. II of things, artistic or ingenious construction, D.S.2.8.
German (Pape)
[Seite 1287] ἡ, 1) Liebe zur Kunst, zu künstlichen Arbeiten, Uebung darin, Plat. Critia. 109 c. – 2) Kunst, Künstelei; – List, Verschlagenheit, καὶ δόλος D. Sic. 3, 37.
Greek (Liddell-Scott)
φῑλοτεχνία: ἡ, ἡ περὶ τὴν τέχνην ἀγάπη, σπουδὴ τῆς τέχνης, Πλάτ. Κριτί. 109C, Πολυδ. Ϛ’, 167· φ. περί τι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 5, 21. ΙΙ. δεξιότης, εὐφυΐα περὶ τὴν τέχνην, Κτησίας παρὰ Διοδ. 2. 8, πρβλ. 64· φιλ. καὶ δόλῳ Διόδ. 3. 37.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φιλότεχνος
η αγάπη για την τέχνη και, ιδίως, για τις καλές τέχνες
νεοελλ.
τεχνική επιμέλεια, φροντίδα για καλλιτεχνική τελειότητα
αρχ.
1. δεξιοτεχνία
2. τέχνασμα, πανουργία («φιλοτεχνίᾳ τε καὶ δόλῳ τὸ τῇ, βίᾳ δυσκαταγώνιστον ἐχειρώσαντο», Διόδ.).