φυκτός: Difference between revisions

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
(Autenrieth)
(45)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[φεύγω]]): to be escaped; neut. pl. impers., [[οὐκέτι]] φυκτὰ πέλονται, ‘[[there]] is no [[escape]] [[more]],’ Il. 16.128, Od. 8.299.
|auten=([[φεύγω]]): to be escaped; neut. pl. impers., [[οὐκέτι]] φυκτὰ πέλονται, ‘[[there]] is no [[escape]] [[more]],’ Il. 16.128, Od. 8.299.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να αποφύγει, [[φευκτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φυγ</i>- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. [[φεύγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τος</i> τών ρηματ. επιθ. με [[τροπή]] του -<i>γ</i>- σε -<i>κ</i>- προ του -<i>τ</i>-].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φυκτός Medium diacritics: φυκτός Low diacritics: φυκτός Capitals: ΦΥΚΤΟΣ
Transliteration A: phyktós Transliteration B: phyktos Transliteration C: fyktos Beta Code: fukto/s

English (LSJ)

ή, όν, older and poet. form of φευκτός,

   A to be shunned or escaped, avoidable, οὐκέτι φυκτὰ πέλωνται Il.16.128, cf. Od.8.299, 14.489.

German (Pape)

[Seite 1313] bloß poet. adj. verb. von φεύγω, dem man entfliehen kann, vermeidlich, οὐκέτι φυκτὰ πέλονται, Il. 16, 128 Od. 8, 299. 14, 489; – auch = geflohen, vermieden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φυκτός: -ή, -όν, ἀρχαιότερος καὶ ποιητ. τύπος τοῦ φευκτός, ὃν δύναταί τις νὰ ἐκφύγῃ ἢ ἀποφύγῃ, οὐκέτι φυκτὰ πέλονται Ἰλ. Π. 128, Ὀδ. Θ. 299, Ξ. 489.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
adj. verb. de φεύγω.

English (Autenrieth)

(φεύγω): to be escaped; neut. pl. impers., οὐκέτι φυκτὰ πέλονται, ‘there is no escape more,’ Il. 16.128, Od. 8.299.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
(ποιητ. τ.) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να αποφύγει, φευκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. φεύγω + κατάλ. -τος τών ρηματ. επιθ. με τροπή του -γ- σε -κ- προ του -τ-].