φώτισμα: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(6_22)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φώτισμα''': τό, τὸ φωτίζειν, ὁ [[φωτισμός]]· ― ἀλλὰ μόνον ἐπὶ ἐκκλησιαστικῆς σημασίας, [[βάπτισμα]] ἢ ([[κυρίως]]) ὁ πνευματικὸς φωτισμὸς καὶ ἐσωτερικὴ [[χάρις]] τοῦ βαπτίσματος κατὰ τὸ τοῦ Χρυσοστόμου, οἱ αἱρετικοὶ [[βάπτισμα]] ἔχουσιν, οὐ [[φώτισμα]]· ἴδε Suicer., καὶ τὸ [[ῥῆμα]] [[φωτίζω]] ΙΙ. 4.
|lstext='''φώτισμα''': τό, τὸ φωτίζειν, ὁ [[φωτισμός]]· ― ἀλλὰ μόνον ἐπὶ ἐκκλησιαστικῆς σημασίας, [[βάπτισμα]] ἢ ([[κυρίως]]) ὁ πνευματικὸς φωτισμὸς καὶ ἐσωτερικὴ [[χάρις]] τοῦ βαπτίσματος κατὰ τὸ τοῦ Χρυσοστόμου, οἱ αἱρετικοὶ [[βάπτισμα]] ἔχουσιν, οὐ [[φώτισμα]]· ἴδε Suicer., καὶ τὸ [[ῥῆμα]] [[φωτίζω]] ΙΙ. 4.
}}
{{grml
|mltxt=-ίσματος, το, ΝΜΑ [[φωτίζω]]<br /><b>εκκλ.</b><br /><b>1.</b> [[μετάδοση]] της θείας χάρης<br /><b>2.</b> το [[μυστήριο]] του βαπτίσματος<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παροχή]] φωτός, [[φωτισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />σεληνιακή [[φάση]].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φώτισμα Medium diacritics: φώτισμα Low diacritics: φώτισμα Capitals: ΦΩΤΙΣΜΑ
Transliteration A: phṓtisma Transliteration B: phōtisma Transliteration C: fotisma Beta Code: fw/tisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A phase, of the moon, Eustr. in EN31.33.

German (Pape)

[Seite 1323] τό, die Erleuchtung. – Bei den K. S. die Taufe.

Greek (Liddell-Scott)

φώτισμα: τό, τὸ φωτίζειν, ὁ φωτισμός· ― ἀλλὰ μόνον ἐπὶ ἐκκλησιαστικῆς σημασίας, βάπτισμα ἢ (κυρίως) ὁ πνευματικὸς φωτισμὸς καὶ ἐσωτερικὴ χάρις τοῦ βαπτίσματος κατὰ τὸ τοῦ Χρυσοστόμου, οἱ αἱρετικοὶ βάπτισμα ἔχουσιν, οὐ φώτισμα· ἴδε Suicer., καὶ τὸ ῥῆμα φωτίζω ΙΙ. 4.

Greek Monolingual

-ίσματος, το, ΝΜΑ φωτίζω
εκκλ.
1. μετάδοση της θείας χάρης
2. το μυστήριο του βαπτίσματος
νεοελλ.
παροχή φωτός, φωτισμός
αρχ.
σεληνιακή φάση.