ὑπέρινος: Difference between revisions
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
(6_15) |
(43) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπέρῐνος''': -ον, ([[ὑπερινάω]]) ὁ διὰ καθαρσίου ὑπερκεκαθαρμένος, ὁ ὑπερκεκενωμένος διὰ καθάρσεως, Ἱππ. 1185Ε φασὶ δὲ μόνον ἢ [[μάλιστα]] ὑπέρινον ἄνω ποιεῖν τῶν φαρμάκων Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 14, 2· ὑπ. γὰρ γίνονται καὶ οἱ ὄρνιθες καὶ τὰ φυτά, ἐξαντλοῦνται ἐκ τῆς καρποφορίας ἢ παραγωγῆς, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 16, πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 155. 10. ― [[Κατὰ]] Φώτ.: «[[ὑπέρινος]]: ὑπερκεκαθαρμένος· [[οὕτως]] [[Δημήτριος]]», καὶ κατὰ τὰ Α. Β. 69, 15: [[ὑπέρινος]]: ὑπερκεκενωμένος διὰ καθάρσεως, ἰνᾶσθαι γὰρ τὸ καθαίρεσθαι καὶ ἐξεμεῖν», ἴδε καὶ Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. ἐξηγ. 582, πρβλ. τὴν λέξιν [[ὑπεραλγεινός]]. | |lstext='''ὑπέρῐνος''': -ον, ([[ὑπερινάω]]) ὁ διὰ καθαρσίου ὑπερκεκαθαρμένος, ὁ ὑπερκεκενωμένος διὰ καθάρσεως, Ἱππ. 1185Ε φασὶ δὲ μόνον ἢ [[μάλιστα]] ὑπέρινον ἄνω ποιεῖν τῶν φαρμάκων Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 14, 2· ὑπ. γὰρ γίνονται καὶ οἱ ὄρνιθες καὶ τὰ φυτά, ἐξαντλοῦνται ἐκ τῆς καρποφορίας ἢ παραγωγῆς, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 16, πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 155. 10. ― [[Κατὰ]] Φώτ.: «[[ὑπέρινος]]: ὑπερκεκαθαρμένος· [[οὕτως]] [[Δημήτριος]]», καὶ κατὰ τὰ Α. Β. 69, 15: [[ὑπέρινος]]: ὑπερκεκενωμένος διὰ καθάρσεως, ἰνᾶσθαι γὰρ τὸ καθαίρεσθαι καὶ ἐξεμεῖν», ἴδε καὶ Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. ἐξηγ. 582, πρβλ. τὴν λέξιν [[ὑπεραλγεινός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που [[μετά]] από [[χρήση]] καθαρτικού είχε υπέρμετρη [[κένωση]]<br /><b>2.</b> (για ζώα και για φυτά) αυτός που εξαντλείται από την υπερβολική [[παραγωγή]] ή [[καρποφορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>ὑπερινῶ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A purged violently, Id.Epid.6.5.15, Demetr.Com.Vet.6, Ruf. ap. Orib.7.26.168; ὑπέρινον ἄνω ποιεῖν Thphr.HP9.14.2; ὑ. γὰρ γίνονται καὶ οἱ ὄρνιθες καὶ τὰ φυτά exhausted by production, Arist. GA750a29.
German (Pape)
[Seite 1197] übermäßig ausgeleert u. dadurch entkräftet, Theophr. Bei Arist. gen. an. 3, 1 sind ὄρνιθες ὑπέρινοι durch übermäßiges Legen entkräftete Hühner.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρῐνος: -ον, (ὑπερινάω) ὁ διὰ καθαρσίου ὑπερκεκαθαρμένος, ὁ ὑπερκεκενωμένος διὰ καθάρσεως, Ἱππ. 1185Ε φασὶ δὲ μόνον ἢ μάλιστα ὑπέρινον ἄνω ποιεῖν τῶν φαρμάκων Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 14, 2· ὑπ. γὰρ γίνονται καὶ οἱ ὄρνιθες καὶ τὰ φυτά, ἐξαντλοῦνται ἐκ τῆς καρποφορίας ἢ παραγωγῆς, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 16, πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 155. 10. ― Κατὰ Φώτ.: «ὑπέρινος: ὑπερκεκαθαρμένος· οὕτως Δημήτριος», καὶ κατὰ τὰ Α. Β. 69, 15: ὑπέρινος: ὑπερκεκενωμένος διὰ καθάρσεως, ἰνᾶσθαι γὰρ τὸ καθαίρεσθαι καὶ ἐξεμεῖν», ἴδε καὶ Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. ἐξηγ. 582, πρβλ. τὴν λέξιν ὑπεραλγεινός.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που μετά από χρήση καθαρτικού είχε υπέρμετρη κένωση
2. (για ζώα και για φυτά) αυτός που εξαντλείται από την υπερβολική παραγωγή ή καρποφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. ὑπερινῶ].