τμήγας: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(6_20)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τμήγας''': παρ’ Ἡσυχ., = [[γατόμος]], [[ἀροτήρ]]. - Παρ’ αὐτῷ εὕρηται καὶ τμῆγος· [[[ἀρότης]]], βούτμημα, - [[ὅπερ]] ὁ Μουσοῦρος διώρθωσε τμῆγος ἀρότρου· βούτμημα, [[αὖλαξ]].
|lstext='''τμήγας''': παρ’ Ἡσυχ., = [[γατόμος]], [[ἀροτήρ]]. - Παρ’ αὐτῷ εὕρηται καὶ τμῆγος· [[[ἀρότης]]], βούτμημα, - [[ὅπερ]] ὁ Μουσοῦρος διώρθωσε τμῆγος ἀρότρου· βούτμημα, [[αὖλαξ]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[γατόμος]], [[ἀροτήρ]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τμήγω]] «[[τέμνω]], [[σχίζω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ας</i>].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τμήγας Medium diacritics: τμήγας Low diacritics: τμήγας Capitals: ΤΜΗΓΑΣ
Transliteration A: tmḗgas Transliteration B: tmēgas Transliteration C: tmigas Beta Code: tmh/gas

English (LSJ)

γατόμος, ἀροτήρ, Hsch. τμῆγος· ἀρότης (quod delendum), βούτμημα, i.e.

   A furrow, Id.

Greek (Liddell-Scott)

τμήγας: παρ’ Ἡσυχ., = γατόμος, ἀροτήρ. - Παρ’ αὐτῷ εὕρηται καὶ τμῆγος· [[[ἀρότης]]], βούτμημα, - ὅπερ ὁ Μουσοῦρος διώρθωσε τμῆγος ἀρότρου· βούτμημα, αὖλαξ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «γατόμος, ἀροτήρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τμήγω «τέμνω, σχίζω» + κατάλ. -ας].