σχολιάζω: Difference between revisions
From LSJ
(6_2) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχολιάζω''': [[ἑρμηνεύω]] τι διὰ σχολίων, οἱ τὰ τοῦ Λυκόφρονος πρὸ ἡμῶν σχολιάσαντες Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 1446, πρβλ. Κραμ. Ἀν. Ὀξ. τ. 3, σ. 366, 3, κλπ. | |lstext='''σχολιάζω''': [[ἑρμηνεύω]] τι διὰ σχολίων, οἱ τὰ τοῦ Λυκόφρονος πρὸ ἡμῶν σχολιάσαντες Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 1446, πρβλ. Κραμ. Ἀν. Ὀξ. τ. 3, σ. 366, 3, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜ<br />[[γράφω]] σχόλια, ερμηνευτικές σημειώσεις σε [[έργο]] συγγραφέα, [[υπομνηματίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> [[κρίνω]], γεγονότα, καταστάσεις ή τη [[συμπεριφορά]] κάποιων άλλων<br /><b>2.</b> [[επικρίνω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «σχολιασμένη [[έκδοση]]» — [[έκδοση]] αρχαίου κειμένου με σχόλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχόλιο]](<i>ν</i>). Για την αρνητική σημ. του ρ. «[[επικρίνω]], [[κουτσομπολεύω]]» <b>βλ. λ.</b> [[σχολή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
A write scholia or commentaries on, τὰ Λυκόφρονος Tz.ad Lyc.1446.
Greek (Liddell-Scott)
σχολιάζω: ἑρμηνεύω τι διὰ σχολίων, οἱ τὰ τοῦ Λυκόφρονος πρὸ ἡμῶν σχολιάσαντες Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 1446, πρβλ. Κραμ. Ἀν. Ὀξ. τ. 3, σ. 366, 3, κλπ.
Greek Monolingual
ΝΜ
γράφω σχόλια, ερμηνευτικές σημειώσεις σε έργο συγγραφέα, υπομνηματίζω
νεοελλ.
1. συνεκδ. κρίνω, γεγονότα, καταστάσεις ή τη συμπεριφορά κάποιων άλλων
2. επικρίνω
3. φρ. «σχολιασμένη έκδοση» — έκδοση αρχαίου κειμένου με σχόλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχόλιο(ν). Για την αρνητική σημ. του ρ. «επικρίνω, κουτσομπολεύω» βλ. λ. σχολή.