χοινίκη: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(6_3) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χοινίκη''': [ῐ], ἡ, ([[χοῖνιξ]]) = [[χνόη]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 104. - Πρβλ. χοινικὶς Ι. | |lstext='''χοινίκη''': [ῐ], ἡ, ([[χοῖνιξ]]) = [[χνόη]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 104. - Πρβλ. χοινικὶς Ι. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) [[εργαλείο]] για [[διάνοιξη]] οπών, [[τρυπάνι]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[χνόη]] του τροχού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χοῖνιξ]], <i>χοίνικος</i>. Η λ. αποτελεί πιθ. [[άλλο]] τ. της λ. [[χοινικίς]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ἡ,
A = τοῦ τροχοῦ ἐν ᾧ στρέφεται ὁ ἄξων, Hsch. (s. v.l.; cf. χοινικίς 1).
German (Pape)
[Seite 1361] ἡ, 1) die eiserne Büchse des Rades, in welcher sich die Achse dreht, auch χνόη u. χοῖνιξ, Hesych. – Eine ähnliche Büchse an andern Instrumenten. – 2) ein wundärztliches Instrument zum Einschneiden in einen Knochen, der hohle Bohrer mit gezahntem Rande, der Krontrepan, Medic. – 3) auch wie χοῖνιξ, eine Art Fußeisen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χοινίκη: [ῐ], ἡ, (χοῖνιξ) = χνόη, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 104. - Πρβλ. χοινικὶς Ι.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
(λόγιος τ.) εργαλείο για διάνοιξη οπών, τρυπάνι
αρχ.
η χνόη του τροχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖνιξ, χοίνικος. Η λ. αποτελεί πιθ. άλλο τ. της λ. χοινικίς].