τλητικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τλητικός''': -ή, -όν, ὁ ὑπομένων, [[καρτερικός]]: «τοῦ ταλαιπώρου, τοῦ τλητικοῦ» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 33. - Ἐπίρρ. -κῶς, καρτερικῶς, ὑπομονητικῶς, Φίλων 1, 283. | |lstext='''τλητικός''': -ή, -όν, ὁ ὑπομένων, [[καρτερικός]]: «τοῦ ταλαιπώρου, τοῦ τλητικοῦ» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 33. - Ἐπίρρ. -κῶς, καρτερικῶς, ὑπομονητικῶς, Φίλων 1, 283. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[τλητός]]<br />[[καρτερικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τλητικῶς</i> Α<br />με [[υπομονή]], καρτερικά. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A patient, Ph.1.193; gloss on ταλαίπωρος, Sch.Ar.Pl.33: Comp., Ph.1.591: Sup., ib.664. Adv. -κῶς ib.543, al., Hsch.
German (Pape)
[Seite 1123] zum Leiden, Dulden gehörig, geschickt, geneigt, duldsam, Philo u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τλητικός: -ή, -όν, ὁ ὑπομένων, καρτερικός: «τοῦ ταλαιπώρου, τοῦ τλητικοῦ» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 33. - Ἐπίρρ. -κῶς, καρτερικῶς, ὑπομονητικῶς, Φίλων 1, 283.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α τλητός
καρτερικός.
επίρρ...
τλητικῶς Α
με υπομονή, καρτερικά.