εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(41) |
(No difference)
|
-έω, ΜΑ
κυριαρχώ σε έναν τόπο, έχω έναν τόπο στην εξουσία μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -κρατῶ (< -κράτης < κράτος), πρβλ. θαλασσο-κρατώ].