σχοίνινος: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ον :<br />de jonc.<br />'''Étymologie:''' [[σχοῖνος]]. | |btext=η, ον :<br />de jonc.<br />'''Étymologie:''' [[σχοῖνος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[σχοίνινος]], -ίνη, -ον, ΝΑ, και [[σκοίνινος]], -η, -ο, Ν, και μτγν. τ. θηλ. [[σχοινίς]], -[[ίδος]], Α [[σχοῑνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />κατασκευασμένος με [[σχοινί]]<br /><b>αρχ.</b><br />κατασκευασμένος από σχοίνους. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον, (σχοῖνος)
A of rushes, made of rushes, τεύχη E.Cyc.208; ἡνίαι Id.Fr. 284; ἠθμός Cratin.132; φορμός Ar.Fr.172; πισγίς IG11(2).287 B 50 (Delos, iii B.C.); κύκλος Str.12.5.4.
German (Pape)
[Seite 1056] 1) aus Binsen, von Binsen gemacht, Eur. fr. Autol. 3. – 2) einer Binse ähnlich, gleich, wie eine Binse gewachsen, lang u. schmächtig, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
σχοίνῐνος: -η, -ον, (σχοῖνος) ὁ ἐκ σχοίνων (δηλ. βούρλων) πεποιημένος, τεύχη Εὐρ. Κύκλ. 208· ἡνίαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 286· σχοίνινος ἠθμὸς, «δι’ οὗ τὰς ψήφους οἱ δικασταὶ εἰς τὰς ὑδρίας καθιᾶσιν» (Ἡσύχ.), Κρατῖνος ἐν «Νόμος» 13· φορμὸς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 227.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de jonc.
Étymologie: σχοῖνος.
Greek Monolingual
-η, -ο / σχοίνινος, -ίνη, -ον, ΝΑ, και σκοίνινος, -η, -ο, Ν, και μτγν. τ. θηλ. σχοινίς, -ίδος, Α σχοῑνος
νεοελλ.
κατασκευασμένος με σχοινί
αρχ.
κατασκευασμένος από σχοίνους.