χάβος: Difference between revisions
From LSJ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
(6_15) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χάβος''': ὁ, μεταγεν. [[λέξις]] ἀντὶ τοῦ [[κημός]], «[[κημός]], ὁ [[χάβος]], ὁ περιτιθέμενος τοῖς ἵπποις» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1147, Μοσχόπουλος περὶ Σχεδῶν ἐν λ. [[φιμός]], «χάβον, περιστόμιον, καπίστριον» Κυρίλλου Λεξικ. ἐν Mnemosyne τ. 3, σ. 358. | |lstext='''χάβος''': ὁ, μεταγεν. [[λέξις]] ἀντὶ τοῦ [[κημός]], «[[κημός]], ὁ [[χάβος]], ὁ περιτιθέμενος τοῖς ἵπποις» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1147, Μοσχόπουλος περὶ Σχεδῶν ἐν λ. [[φιμός]], «χάβον, περιστόμιον, καπίστριον» Κυρίλλου Λεξικ. ἐν Mnemosyne τ. 3, σ. 358. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γκρεμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κημός]], [[φίμωτρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. [[χαβός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = κημός, Sch.Ar.Eq.1147.
German (Pape)
[Seite 1324] ὁ, = κημός, Schol. Ar. Equ. 1147.
Greek (Liddell-Scott)
χάβος: ὁ, μεταγεν. λέξις ἀντὶ τοῦ κημός, «κημός, ὁ χάβος, ὁ περιτιθέμενος τοῖς ἵπποις» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1147, Μοσχόπουλος περὶ Σχεδῶν ἐν λ. φιμός, «χάβον, περιστόμιον, καπίστριον» Κυρίλλου Λεξικ. ἐν Mnemosyne τ. 3, σ. 358.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
γκρεμός
αρχ.
κημός, φίμωτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. χαβός].