ταυρόκολλα: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(6_9)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ταυρόκολλα''': ἡ, [[κόλλα]] κατεσκευασμένη ἐκ δερμάτων ταύρων, Πολύβ. 6. 23, 3, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 2.
|lstext='''ταυρόκολλα''': ἡ, [[κόλλα]] κατεσκευασμένη ἐκ δερμάτων ταύρων, Πολύβ. 6. 23, 3, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 2.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />[[κόλλα]] που παρασκευαζόταν από βοδινά δέρματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> [[κόλλα]].
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυρόκολλα Medium diacritics: ταυρόκολλα Low diacritics: ταυρόκολλα Capitals: ΤΑΥΡΟΚΟΛΛΑ
Transliteration A: taurókolla Transliteration B: taurokolla Transliteration C: tavrokolla Beta Code: tauro/kolla

English (LSJ)

ἡ,

   A glue made from bulls' hides, Plb.6.23.3, Dsc.3.87, Antyll. ap. Orib. 10.23.6, Gal.12.832, Paul.Aeg.7.3.

German (Pape)

[Seite 1073] ἡ, Stierleim, Pol. 6, 23, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ταυρόκολλα: ἡ, κόλλα κατεσκευασμένη ἐκ δερμάτων ταύρων, Πολύβ. 6. 23, 3, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 2.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
κόλλα που παρασκευαζόταν από βοδινά δέρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + κόλλα.