τετράγηρυς: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετράγηρυς''': υ, ὁ ἔχων τέσσαρας τόνους ἢ φωνάς, τετράφωνος, ἐπὶ τοῦ τετραχόρδου, Τέρπανδρ. 1. | |lstext='''τετράγηρυς''': υ, ὁ ἔχων τέσσαρας τόνους ἢ φωνάς, τετράφωνος, ἐπὶ τοῦ τετραχόρδου, Τέρπανδρ. 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-υ, Α<br />(για το τετράχορδο) αυτός που έχει [[τέσσερεις]] τόνους ή [[τέσσερεις]] φωνές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γῆρυς]] «[[φωνή]], [[λαλιά]]» (<b>πρβλ.</b> <i>εὔ</i>-<i>γηρυς</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
υ,
A four-toned, of the tetrachord, ἀοιδά Terp.5.
German (Pape)
[Seite 1096] υ, gen. υος, vierstimmig, aus vier Tönen bestehend, Terpand. bei Strab. XIII, p. 618.
Greek (Liddell-Scott)
τετράγηρυς: υ, ὁ ἔχων τέσσαρας τόνους ἢ φωνάς, τετράφωνος, ἐπὶ τοῦ τετραχόρδου, Τέρπανδρ. 1.
Greek Monolingual
-υ, Α
(για το τετράχορδο) αυτός που έχει τέσσερεις τόνους ή τέσσερεις φωνές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + γῆρυς «φωνή, λαλιά» (πρβλ. εὔ-γηρυς)].