ταράκτης: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(6_19)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰράκτης''': -ου, ὁ, ὁ ταραχὴν ἐπιφέρων, [[ταραχοποιός]], Λυκόφρων 43.
|lstext='''τᾰράκτης''': -ου, ὁ, ὁ ταραχὴν ἐπιφέρων, [[ταραχοποιός]], Λυκόφρων 43.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[ταράσσω]]<br />αυτός που επιφέρει [[ταραχή]].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰράκτης Medium diacritics: ταράκτης Low diacritics: ταράκτης Capitals: ΤΑΡΑΚΤΗΣ
Transliteration A: taráktēs Transliteration B: taraktēs Transliteration C: taraktis Beta Code: tara/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A disturber, Lyc.43.

German (Pape)

[Seite 1069] ὁ, der aufrührt, in Unordnung, Verwirrung bringt, Lycophr. 43.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰράκτης: -ου, ὁ, ὁ ταραχὴν ἐπιφέρων, ταραχοποιός, Λυκόφρων 43.

Greek Monolingual

ὁ, Α ταράσσω
αυτός που επιφέρει ταραχή.